2.9.06

Μου τριβόταν το πρωί κι ενώ άλλοτε έχυνα μόνο που μύριζα
τη βρωμερή του πρωινή ανάσα το μόνο που σκεφτόμουν ήταν
πόσο πολύ θα ήθελα να είχε μια δουλειά και να σηκωνόταν βιαστικός,
πριν ξυπνήσω κι όταν σηκωνόμουν να ήμουν μόνος στο σπίτι,
να τέλειωνα τον χλιαρό καφέ του και να έκανα όλα όσα συνήθιζα να κάνω
πριν μείνουμε μαζί. Να κατουρούσα με ανοιχτή την πόρτα,
να έριχνα στάχτες στο νιπτήρα, να έχεζα χωρίς άγχος,
να έπαιζα το πουλί μου χαζεύοντας πορνοσελίδες στο ιντερνετ,
να μην έπλενα τα δόντια μου μέχρι μετά το μεσημεριανό φαγητό,
να μην πλενόμουν, να μη χτενιζόμουν.
είχα αρχίσει να γίνομαι κακός και το καταλάβαινε.
όχι όμως όταν εγώ νόμιζα πως γινόταν φανερό.

μου έλεγε "όταν κοιμόμαστε γίνεσαι κακός μαζί μου"
μου έλεγε "με κλοτσάς στον ύπνο σου και με σπρώχνεις"
μου έλεγε "κοιμάσαι στην άλλη άκρη του κρεβατιού"
του έλεγα "η ιδέα σου είναι, η ιδέα σου είναι, η ιδέα σου είναι, και πού να ξέρω εγώ τι κάνω την ώρα που κοιμάμαι, δεν το 'ξερα πως πρέπει να ελέγχω κάθε μου κίνηση ακόμα και στον ύπνο μου δεν ήξερα πως πρέπει να σε προσέχω ακόμα και τότε, να πάρουμε μεγαλύτερο κρεβάτι αν σε ενοχλώ λοιπόν, ή να κοιμόμαστε διαφορετικές ώρες!"

πόσο του θύμωνα... τον μάλωνα σα να ήταν κανένα κωλόπαιδο
για το παραμικρό και δεν έλεγε τίποτα. Κι εγώ ήθελα να μου θυμώσει,
να μου ρίξει μια ξανάστροφη και να πλακωθούμε στις μπουνιές
να πάω στη δουλειά με βουλωμένο μάτι.
Ήθελα να παίξουμε χαρτιά να χαζεύουμε τηλεόραση
να σφουγγαρίζω την κουζίνα χωρίς να είναι εκεί - ας καθόταν λίγο
στο σαλόνι - ας πήγαινε μια βόλτα - ήθελα να νιώθω μόνος μαζί του - έστω και σπάνια, αλλά δε συνέβαινε ποτέ.
"Βάλε το πουλί σου μέσα πια. . .Ασε το πουλί μου άσ'το δε θέλω τώρα αμάν ρε συ πια γαμώτο μόνο αυτό έχεις στο μυαλό σου έλεος κάτσε λίγο ρε μωρό μου!"
ήμασταν γυμνοί συνέχεια είχα βαρεθεί να τον βλέπω γυμνό
δεν ένιωθα πια άβολα με τη δική μου γύμνια μου το στέρησε αυτό
δεν νιώθω πια άβολα με το σώμα μου δε μου σηκώνεται με το παραμικρό
ούρλιαζα για τις πιο ασήμαντες μαλακίες του.
Τις ώρες όμως που ήμασταν χώρια και που φορούσα όλα μου τα ρούχα
και που μιλούσα για εκείνον σε άλλους
περιέγραφα με αγάπη όλα όσα με είχαν εξοργίσει το προηγούμενο βράδυ,
το ίδιο πρωί. Είχα έναν άντρα που τον καύλωνα συνέχεια,
τον καύλωνα εύκολα, καύλωνε με το παραμικρό - πόσο πολύτιμο
ήταν αυτό στην αρχή. Κι έκανε υπομονή μαζί μου - επειδή τον καύλωνα;
Δε θέλω να γίνομαι κακός με κανένα
δε θέλω να συναντώ καν τους ανθρώπους που με κάνουν
να νιώθω να γίνομαι να είμαι κακός και ζούσα
με κάποιον που το μόνο που μου προσέφερε - άθελα του - αυτός νόμιζε οτι μου έδινε χιλιάδες πράγματα - ίσως και να το έκανε - εγώ δεν το έβλεπα - ήταν μια δίψα να τον πληγώσω να τον κάνω να το βουλώσει κι όταν το βούλωνε
έφτανα στα άκρα γιατί δεν ανεχόμουν τη σιωπή του
τον έλεγα βλάκα όταν δεν μου απαντούσε και εκείνος με κοίταζε
με ένα πούστικο χαμόγελο και μου 'λεγε "σ'αγαπώ"
ΚΙ ΕΓΩ Σ' ΑΓΑΠΩ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΑΛΛΑ ΞΕΚΟΛΛΑ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΜΟΥ


μήνες μήνες μήνες μήνες μήνες μήνες δεν έλεγε τίποτα. . .
είχε σταματήσει πια να πιάνει το πουλί μου με το καλημέρα,
είχε σταματήσει να μου μιλάει τις ώρες που διάβαζα,
δεν με έπαιρνε στη δουλειά τηλέφωνο,
δεν ερχόταν στο κρεβάτι μαζί μου
ερχόταν αφού με είχε πάρει ο ύπνος και βολευόταν
ανάλογα με τη θέση που είχα πάρει εγώ, ανάλογα με τη στάση μου,
και φορούσε πάντα βρακάκι όταν κοιμόταν
και σηκωνόταν πριν από εμένα,
άφηνε το βρακί του στα πόδια μου στο κρεβάτι κι έμπαινε για ντους
άκουγα τους σωλήνες και άνοιγα τα μάτια μου
δεν τραγουδούσε πια στο ντους για να μη με ξυπνήσει
τον άκουγα να κλείνει τις βρύσες
κι έβγαζα τον κώλο μου έξω από το σεντόνι
κι έπαιρνα δήθεν τυχαία μια προκλητική στάση
μα δεν μου τον έχωνε δεν ξάπλωνε βρεγμένος στην πλάτη μου
γυρνούσα κι έκανα πως χασμουριόμουν και
του χαμογελούσα -πάντα πάντα πάντα του χαμογελούσα -
και μου χαμογελούσε κι εκείνος, στεκόταν γυμνός
και σκούπιζε με την πετσέτα τα μαλλιά του και μου χαμογελούσε,
δεν έλεγε κουβέντα γιατί ήξερε πως δεν αντέχω κουβέντα μέχρι να πιω καφέ,
τα νερά κυλούσαν από το στήθος του στην κοιλιά του κάποιες σταγόνες χώνονταν στον άφαλο του κι έμεναν εκεί
κι άλλες γλιστρούσαν στο πουλί του κι από εκεί έπεφταν στο πάτωμα,
μου έκλεινε το μάτι γιατί νόμιζε πως με πείραζε που έβρεχε το πάτωμα,
κρεμούσε την πετσέτα στο πόμολο της πόρτας,
άνοιγε την ντουλάπα χανόταν πίσω από την πόρτα της
κι όταν τον έβλεπα πάλι
ήταν ντυμένος και δέκα χρόνια μεγαλύτερος
κι εγώ θαύμαζα το ήσυχο πλάσμα που κοιταζόταν στον καθρέφτη
έκρυβα το σηκωμένο μου καυλί και τον θαύμαζα
- είχε βρει μια δουλειά που απαιτούσε να ξεκινάει από το σπίτι
πολύ νωρίτερα απ' ότι εγώ, έμενα μόνος μου για περίπου μία ώρα
από τη στιγμή που έφευγε κι έκλεινε την πόρτα
μέχρι να την ανοίξω πάλι εγώ και να φύγω
κι αυτή η ώρα...
όλες αυτές οι ώρες μαζί...


σηκωνόμουν έπινα τον καφέ που είχε αφήσει μισοτελειωμένο,
έπλενα τα δόντια μου, έκανα μπάνιο, γυρνούσα στο δωμάτιο
κι έπιανα το βρακί του να το βάλω στα άπλυτα
το μύριζα και το έβαζα στα άπλυτα,
ντυνόμουν κι έφευγα για τη δουλειά μισή ώρα νωρίτερα.

3 Comments:

Blogger Фе́ммe скатале said...

Μιση ώρα νωρίτερα θέλω να το πώ, μισή ώρα νωρίτερα ήταν. Θέλω να το πω είπα.

3/9/06 17:19  
Blogger I have been here before said...

τελικα ποναει?

3/9/06 18:45  
Blogger Фе́ммe скатале said...

Γαμώτο..τόσο όμορφος αριθμός σε ποιόν άλλον θα ανήκε!!!!Εσύ ήσουν αγαπημένο μου ;;τί ωραία...Πονάει ναι, κι ασε τους άλλους να λένε.Πονάει πολύ...

4/9/06 13:37  

Post a Comment

<< Home