15.9.06

Πίναμε καφέ κι ήρθε ένα κορίτσι να μας πουλήσει χαρτομάντηλα. Σκέφτηκα τη Μούλου και της έδωσα λεφτά, τσίχλες και καραμέλες που είχα στην τσάντα μου. Το κοριτσάκι τα πήρε κι έφυγε. Τι έξυπνη η αγορά που είχα μόλις κάνει.

Το αγόρι, είπα στη φίλη μου, χτες μου είπε πως θέλει να ερωτευτεί. Κι εγώ του είπα θες να ερωτευτείς εμένα; Ήθελα να του πω αυτό, αλλά τελικά κάπως τα μάσησα και του μίλησα γενικά για τον έρωτα και πόσο άσχημα περνάμε περιμένοντας τον έρωτα - ίσως να του είπα κι ότι ο έρωτας είναι μέσα μας / ελπίζω πως όχι.

Κι έκλαιγα για το κορίτσι και φυσούσα τη μύτη μου και την σκούπιζα και πετούσα τα χαρτομάντηλα στην τσάντα μου και μιλούσα για το αγόρι αυτό που είναι έξυπνο μα τόσο διαφορετικά από εμένα έξυπνο και δε θυμάμαι καθαρά το πρόσωπο του ούτε τα μάτια του για τα οποία είμαι σίγουρος πως είναι υπέροχα τεράστια και φωτεινά. Το κοριτσάκι πέρασε ξανά από μπροστά μας και έκανε επιδεικτικά μιαν άσπρη τεράστια τσιχλόφουσκα. Η σερβιτόρα δε μας πήρε λεφτά και μου έφερε μπισκοτάκια να γεμίσω την τσάντα μου.





Θέλω να σου κάνω το μεγαλύτερο δώρο που υπάρχει, αλλά δεν ξέρω ποιο είναι και δεν ξέρω ποιος είσαι

0 Comments:

Post a Comment

<< Home