12.9.06

Δεν ανοίγω την πόρτα μου στα παιδιά της γειτονιάς. Δεν απλώνω τα ρούχα μου έξω. Δεν ανοίγω παράθυρα παρά μόνο τη νύχτα που κάποιος ψηλά σε έναν έβδομο όροφο ακούει μουσική που μου αρέσει. Μου τον θυμίζει αμυδρά. Κι όταν βγαίνει στο μπαλκόνι του, λίγο περισσότερο. Μου θυμίζει το αγόρι εκείνο που κάποτε είχε πει: Εδώ ας μείνουμε που είναι ήσυχα κι έχει μεγάλη αυλή. Θα πάρουμε σκυλιά γιατί στην ερημιά ποτέ δεν ξέρεις κι όταν γεννήσεις με το καλό θα κάνουμε το αποθηκάκι κάμαρα μας, να έχει το παιδί μας το καλό δωμάτιο. Αφήνω πάντα ένα φως αναμένο να έχει κάτι να χαζέψει μέχρι να πετάξει τη γόπα του στον ακάλυπτο. Αφήνω το φως του σαλονιού αναμένο και τις κουρτίνες κλειστές κι εγώ ξαπλώνω στην σκοτεινή κρεβατοκάμαρα σίγουρη πως μπορώ και τον βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Κι ενώ δεν τον βλέπω, καταλαβαίνω πότε μπαίνει μέσα στο σπίτι ξανά - μερικές φορές με παίρνει ο ύπνος όμως και τότε ονειρεύομαι το σπίτι μου. Η αυλή είναι μεγαλύτερη απ' ότι ήταν κάποτε και το παιδί μου μπουσουλάει στο γρασίδι παίζοντας με τα σκυλιά και το αυτόματο πότισμα - ποτέ δεν αποκτήσαμε αυτόματο πότισμα. Κάποτε δεν υπήρχε, τώρα δε χρειάζεται...



Χτίσανε γύρω απ' τη ζωή μου μια σιχαμένη πόλη

0 Comments:

Post a Comment

<< Home