29.9.06

Την ίδια μέρα που διάβασα την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, διάβασα και το Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον. Ήμουν δεκατριών. Είχε ήδη περάσει ένας χρόνος από τη μέρα που με είχε πιάσει ο μαθηματικός να διαβάζω τον Αλχημιστή κρυφά την ώρα του μαθήματος. Ένας χρόνος παρά κάτι. Την περίοδο εκείνη διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα. Είναι λογικό να θυμάμαι ελάχιστα πράγματα, από ελάχιστα βιβλία. Από την Αβάσταχτη, που παραδόξως παραμένει το αγαπημένο μου βιβλίο -ίσως φταίει η Binoche- θολά θυμάμαι ένα απόσπασμα για το ψέμα κι ένα άλλο-κάτι για τους νεκρούς και τους τάφους.... Α! κι εκείνο το απόσπασμα για τη Νέα Υόρκη... Ενώ από τον Γλάρο δεν έχω ξεχάσει ούτε λέξη. [Από τον Αλχημιστή θυμάμαι αρκετά σημεία, κυρίως εικόνες όμως-τι άλλο θα έμενε...θα προτιμούσα πάντως να είχα μάθει να λύνω εξισώσεις παρά να ονειρεύομαι το Μαρόκο-χρόνος για όνειρα, ας τους να λένε, πάντα υπάρχει.] Η μάνα μου έμπαινε στο δωμάτιο μου και χάζευε περήφανη τη βιβλιοθήκη μου στην οποία από τότε δεν έχουν προστεθεί πολλά βιβλία. Γιατί, λίγο πριν τα δεκαπέντε -μνήμη τσακίσου- ήρθε το σεξ, ο έρωτας, η επιφάνεια, σε έναν αλλόκοτο συνδυασμό με την αγάπη για το θέατρο και τις τέχνες εν γένει που ακόμη και τώρα παραμένει η αγαπημένη μου ισορροπία. Κι από τότε που σταμάτησα να τρώω βιβλία, άρχισα να γράφω. Είναι σχεδόν εγκληματικό το ότι γράφω πολύ περισσότερο απ' όσο διαβάζω. Είναι εγκληματικό το ότι γράφω συνεχώς. Ξεκίνησα προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα ημερολόγιο σε μια δική μου γλώσσα ώστε να φεύγω από το σπίτι σίγουρος πως όποιος κι αν ανακαλύψει τα γραπτά μου δε θα καταλάβει λέξη. Τότε τα ονόμαζα ποιήματα...χαμογελώ που το θυμάμαι. Σταμάτησα όταν συνειδητοποίησα πόσο μάταιη συνήθεια ήταν. Και πόσο με πλήγωνε. Μα ήταν αυτοκαταστροφικό να αποθηκεύω όλες τις σιχαμερές εφηβικές στιγμές σε όμορφα τετράδια! Να τα διαβάζω μετά για ποιο λόγο; Να τα θυμάμαι γιατί; Κι άρχισα να αποφεύγω τις ώρες εκείνες που είχα την ησυχία και τον απαραίτητο χρόνο. Έβγαινα τα βράδια και γυρνούσα το πρωί και πήγαινα στο σχολείο μεθυσμένος, εξαντλημένος, ανίκανος να συγκεντρωθώ, να σκεφτώ-τι ωραία που δε σκεφτόμουν! Την κοπανούσα πριν το σχόλασμα κι έτρεχα στο πάρκο να καπνίσω ελεύθερα. Ελεύθερος. Όλο και κάποιο βιβλίο θα συναντούσα τυχαία-όσο τυχαία μπορεί κάποιος να συναντήσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, όλο και κάποιο ποίημα θα σκάρωνα μέσα στο μυαλό μου πριν με πάρει ο ύπνος ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΣΥΝΟΧΗ ΜΟΝΟ ΘΟΡΥΒΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ και χαμένος χρόνος. Χαμένα χρόνια μες στο μουρμουρητό: να φύγω να φύγω να πάω στην αθήνα να διοχετεύσω έστω το τίποτα έστω ποτέ. Το μουρμουρητό σταμάτησε χτες. Ο απόηχος είναι γλυκός και θα σβήσει την Τρίτη, αν όλα πάνε καλά.

Μαμά, εμείς οι δυο, δεν κινδυνεύουμε...

1 Comments:

Blogger koolkiller-ess said...

να σου μιλήσω εγώ για τον πατέρα? μου είπε σε μια δύσκολη στιγμή [δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, χαμένος σρόνος δηλαδή] νομίζω εννούσε ότι όλα μετουσιώνονται σε εμπειρία. Να ήξερε όμως πόσο πονώ για τον δικό μου χαμένο χρόνο, τα ποτά τα ξενύχτια τις ουσίες τα γαμήσια (και πόσο ακόμα τα αγαπώ, Θεέ μου!)-- και πόσο στο μεθύσι μου απάνω και στις ονειροπολήσεις γεννάω πάλι έναν νέο χρόνο, χαμένο

29/9/06 14:12  

Post a Comment

<< Home