18.12.06

Δεν υπάρχουν τοίχοι. υπάρχει μόνο μια σιωπή γεμάτη κάδρα.
Στο μυαλό μου κρέμονται καλώδια. Κουνιούνται σε κάθε μου ανάσα.
γαργαλάνε τον ουρανίσκο μου και πρέπει να βγάλω αυτόν
τον τρομακτικό ήχο
για να ξυστώ. Και ποτέ δεν ανακουφίζομαι.
Ο φόβος πονάει. Ο πόνος όχι. Γι' αυτό δε θα κόψω

τα νύχια μου ξανά. Γι' αυτό με χορταίνουν οι οσμές.


Περπατούσα κάμποσα μέτρα πιο μπροστά από τους άλλους, με τα κακόμοιρα


μαλλιά μου στο κεφάλι και τις ιδρωμένες μασχάλες κάτω απ' τη ζακέτα. Με κοίταξε

ένας τύπος, αλλά δεν κοίταξε τα μαλλιά μου, ούτε τα μάτια μου, ούτε τα πόδια μου.

Δεν κοιτούσε κάτι πάνω μου, αλλά θα ήταν παράτολμο να πω ότι κοιτούσε γενικά ή

συνολικά εμένα. Αντιλαμβανόμουν μονάχα το αποτέλεσμα κι όχι τον τρόπο. Ένιωθα

τυχερός που ενώ υπήρχε τόσος κόσμος γύρω μου, μπροστά μου, πίσω μου, κανείς

δε στεκόταν εμπόδιο στο βηματισμό μου που όπως πάντα ακολουθούσε πιστά το

ρυθμό του τραγουδιού που έλεγα από μέσα μου. Κι έτσι έφτασα γρήγορα στην

πλατεία. Νομίζω πως πέραν της εκκλησίας, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ούτε καν η

εκκλησία. Το φως της μόνο. Είχα προσπεράσει τον τύπο που με είχε κοιτάξει μα τον

είδα μπροστά μου πάλι. Στεκόταν στη μέση της πλατείας. Και στριφογύριζε με τα

χέρια ανοιχτά και τις παλάμες προς τα πάνω σαν να απολάμβανε τη βροχή ή το

χιόνι. Φυσικά δεν έβρεχε και δε χιόνιζε. Έτριψα τα μάτια μου με μοναξιά κι ένιωσα

πίσω μου τους φίλους μου να πλησιάζουν. Έτρεξα προς το μέρος του παράξενου

τύπου και τον αγκάλιασα, σίγουρος πως θα ανταπέδιδε.

2 Comments:

Blogger koolkiller-ess said...

ανταπέδωσε τελικά; σπάνια συμβαίνει...

πάλι με κα8ήλωσες με τη φωτό

18/12/06 11:18  
Blogger βλαχακι (το) said...

όχι

18/12/06 12:50  

Post a Comment

<< Home