27.2.07

σαν ζάχαρη στο πρόσωπο

Ιούλης

την ώρα που μαζεύαμε τα πράγματα
θέλησες να κάνεις μια τελευταία βουτιά

26.2.07

τα μάτια είναι ανοιχτά μα δεν καταγράφουν εικόνες
κι η σιωπή στο σπίτι , ίδια με την ησυχία του βυθού
οι πρώτες λέξεις, κολλάνε σαν τσίμπλες
και τα πρώτα βήματα, φάλτσα, μέχρι το μπάνιο

είναι κάποια πρωινά που δε χορταίνω
το ζεστό νερό στο πρόσωπο
και τον ζεστό καφέ στη γλώσσα


- όσο πιο νωρίς ξυπνάς , Βασίλη, τόσο πιο πίσω τρέχει ο νους σου
- στην ανατολή, το πίσω είναι αυτό που έρχεται

25.2.07

Όταν δε θα 'χω πια χέρια
και μ' ένα λουρί θα με πηγαίνει βόλτα
ο ήλιος

Όταν στο βλέμμα μου θα κατοικεί
ένας κρουστός Απρίλης

Όταν τα αναρριχώμενα πρόσωπα
καλύψουν το δικό μου

ασφυκτικά
σαν τρυφερό σκοτάδι

θα πει η μάνα μου:
Μόνο αν το 'χεις, θα μάθεις τι θες.
Μόνο στα δεκατρία σου

δεν ήσουν έτσι.

ΛΙΝΚ
11:00

Πριν καν ανοίξει και το αριστερό μάτι, έχω πιάσει το κινητό. Πριν καν το φέρω μπροστά στη μούρη, έχει δονηθεί. Αν είχα σχολή θα είχα και τον ασήκωτο. Άμα όμως είναι Σάββατο μπορώ να την παλέψω και με 4 ώρες ύπνο.
"Κατά τη μία περνάω και σε παίρνω."


Μισή ώρα και βάλε μέσα στο αυτοκίνητο για να πάμε στο μαγκαζέ, που κανονικά και με το νόμο, απέχει 10 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου, αν δε σταματήσω στη βιτρίνα του shop, ή σε κανα στενό με ωραία γκραφίτι στους τοίχους. Αφήνουμε το αυτοκίνητο στο πιο ακριβό πάρκινγκ του πλανήτη "κέντρο" και περπατάμε την αιόλου.

"Κλειώ εγώ σε αυτό το μαγαζί δεν μπαίνω! Δεν έχει πόρτα έχει μια τέντα με μια τρύπα για πόρτα!"

"Κλειώ άμα μπούμε στο σπιτάδικο-όλα-50%-έκπτωση δε θα μας μείνουν λεφτά για καφέ!"
"Εντάξει ας μπούμε στο όλα-τρία-ευρώ-μόνο-για-σήμερα , να πάρουμε κανα κασκόλ που πούντιασα..."


Μετά από από ικεσίες, γκριμάτσες και ψιθύρους επαναλαμβανόμενης αντανακλαστικής μάθησης του τύπου: "Καπουτσίιιιιινο.....Καπουτσίιιιιιιινο...." και τράβηγμα απ' το χέρι , η Κλειώ θυμάται ότι αφήσαμε τα χουζούρια μας για έναν γαμωκαφέ. Και πάμε δίπλα επιτέλους.

Έναν διπλό, μπουλουκωτό καπουτσίνο και τέσσερα κοσμοπόλιταν μετά [και τα σφηνάκια της σερβιτόρας που ακόμα αντέχει να ακούει την Κλειώ να παρακαλάει για λίγο τυρί] , έξω είναι ακόμα μέρα. Αφήνουμε το κοινό μας με λύπη και συγκίνηση.

"Ωραία...ξημέρωσε! Πάμε να φάμε κανα βρώμικο τώρα..." [έστω μια σίζαρς στα γκούντιζζζ γιατί προσέχουμε...]

Και μετά σπίτι. Και την βάζω να μου διαβάσει τους Συριγμούς του Μπέκετ και την Μαρία Μαγδαληνή της Γιουρσενάρ. Και λατρεύω την ταχυγλωσσία της, τα γλωσσικά ολισθήματά της, το χαχανητό, το έκθαμβο βλέμμα που μεταφράζεται με δυο τρόπους: " Τι απίστευτη ατάκα αυτή..." και " Τι κάνουμε Χριστέ μου τα επώνυμα αλκοολικά απογευματιάτικο..."

Να σου πω τι κάνουμε: Θυμόμαστε για ποιο λόγο κακοπερνάμε.


23.2.07

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ
το από πάνω
. το θες;
μωρέ δε μου γαμιέστε όλοι με τα μωρό μου που το έχετε εύκολο το μωρό μου παρήγγειλα πίτσα και θα τη φάω τόσο γρήγορα που θα την ξέρασω στο "μωρό μου" σας σταδιάλα που λέει κι ο πρόβατος σταδιάλα σταδιάλα σταδιάλα η εύκολη αγάπη το κόλπο σας σταδιάλα
-6

κύλησε αίμα από τα αυτιά του

στα μάγουλα
κι έσταξε στους ώμους

το τριχωτό μυαλό μου
παρθένο ακόμα
στο κέντρο του

ο έρωτας βίτσιο

κι ας μοιάζεις με λουλούδι
κι ας πέφτεις στα τέσσερα για εμένα,
για εμένα είσαι ένα τρίγωνο σώμα
με ένα μακρύ χοντρό κι ίσιο καυλί

τα παράπονα σου στον πούτσο μου

ο ραμμένος πρωκτός
στο πρόσωπο
θα είναι το μυστικό μας

ξυρισμένα αρχίδια
ξυρισμένη ψυχή
μυρίζει το σπίτι σαπούνι
και στρες


22.2.07

-κλαίτε;

-όχι πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα;


-δεν ξέρω...επειδή κλαίτε...


-θα σας απαντήσω αν μου απαντήσετε κι εσείς


-σε τι;


-κλαίτε;


-όχι.


-ποτέ;


-όχι ποτέ...αλλά σπανίως... τώρα δεν κλαίω. Ενώ εσείς...


-κι εγώ σπανίως.


-γιατί κλαίτε;


-δε θυμάμαι... κλαίω τόσες ώρες... μ' αγαπάτε;


-την αλήθεια;


-όχι! πως σας πέρασε απ' το μυαλό...


-σας αγαπώ.


-θα με αγαπούσατε ποτέ στον ενικό;


-αν σας ήξερα καλά.


-θα ενδιαφερόσασταν να με μάθετε;


-με τρομάζουν οι άνθρωποι που κλαίνε.


-δεν κλαίω συχνά.


-όταν κλαίτε όμως, κλαίτε για ώρες.


-αν σας έλεγα ότι δεν έχω κανέναν στον κόσμο κι ότι το μόνο που θέλω είναι να πάω για καφέ σε ένα μέρος γεμάτο όμορφα αγόρια, με το δικό μου όμορφο αγόρι για να το παρατήσω και να φύγω με έναν ξένο;


-θα σας έλεγα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα επιθυμούσαν κάτι τέτοιο. αλλά εγώ δεν είμαι όμορφος.


-είστε.


-αν σας έλεγα ότι σας ξέρω κι ότι κλαίτε για μένα επειδή εγώ σας πλήγωσα;


-σας ξέρω κι εγώ;


-όχι. μόνο εγώ σας ξέρω.


-και γιατί με πληγώσατε;


-δεν το ήθελα. μερικές φορές...συμβαίνει.


-όπως το κλάμα.


-ναι.

θασκάσεισταμούτραμουηζωήμου

Χτες πήρα ηρεμιστικά. Εντάξει ήταν από τα φυτικά τα τάχα μου. Αλλά πήρα. Πήρα πέντε. Για να σταματήσω να κλαίω, να
νιώθω τα αγγεία στο κρανίο μου, να τρέμω, να παγώνω, να μιλάω μόνος μου, να χτυπάει η καρδιά μου τόσο δυνατά, να
σκέφτομαι, να μετράω, να φοβάμαι. Χτες φοβήθηκα πολύ. Παραλίγο να σβήσω. Έβλεπα τα μάτια μου να μαυρίζουν, το παρόν
μου να μαυρίζει, ήθελα μια συμβουλή, μια βοήθεια και δεν μπορούσα να τολμήσω να σκεφτώ πως ήμουν μόνος γιατί δεν είμαι
μόνος. Η αλεξάνδρα με παρακάλεσε να προσέχω με τις απουσίες γιατί δεν μπορεί να φανταστεί το έτος χωρίς εμένα. Η
αλεξάνδρα. Που ως τώρα είχαμε ανταλλάξει τρεις κουβέντες και μερικά τραγούδια. Η βασίλισσά μου η Θεοδώρα με είδε και δε ρώτησε τίποτα. Μόνο με πήρε αγκαλιά και μ' άφησε να κλάψω κρυφά πάνω της. Ο αλέξανδρος μου είπε "έτσι όπως σε
βλέπω θέλω να σε φιλήσω στο στόμα" αλλά με φίλησε στο λαιμό γιατί είναι σκυλόμουνος όπως λέει κι αποφάσισα να σκύψω το κεφάλι και να πάρω φόρα, να πάω σήμερα καθαρός και με δύναμη έτοιμος να εκτεθώ να απολογηθώ να αντιμετωπίσω να σταματήσω να κρύβομαι από τις επιλογές μου να ζητήσω κατανόηση, έστω με θράσος. Χτύπησε το ξυπνητήρι στις 10 το πρωί. Τέντωσα τα πόδια μου. Δεν έχω πονέσει σωματικά τόσο πολύ στη ζωή μου. Ένας μυς στη γάμπα μου τραβήχτηκε κι άλλαξε θέση τον έβλεπα, έτρεμε το πόδι μου παραμορφωμένο, λιποθύμησα. Σηκώθηκα ώρες μετά και δεν μπορούσα να περπατήσω από τον πόνο. Τώρα μπορώ. Αλλά πονάει λίγο. Κανείς δεν με πήρε από τη σχολή. Θα νομίζουν ότι έχω πάρει την απόφασή μου. Ψάχνω on-line, δώρο για τον γιαννάκη που έχει γενέθλια αύριο.


ΛΙΝΚ

21.2.07

με τη σχολή μου βιώνω μια σχέση ίδια με αυτή που θα είχα με έναν κακό σύντροφο:
κάνω τα πάντα για να με διώξει - αλλά έχω έτοιμη την πισινή

20.2.07

ηχώρα εντός

στο γυρισμό παρατηρούσα πόσο όμορφος ήμουν
και πόσο όμορφοι ήταν οι φίλοι μου
και κατάλαβα αμέσως τη διαφορά ανάμεσα στη χαρά
και την ευτυχία
δεν ξέρω όμως κατά πόσο είμαι ικανός να διοχετεύσω
αυτό το σύνολο
σε όλες τις μέρες σε όλες τις ώρες ακόμη κι όταν
όλα χάνονται επειδή τα κλωτσάω στον ύπνο μου,
όπως κλωτσάω τους εραστές μου, τους αγαπημένους μου.

οι δυστυχίες μου ως τώρα ήταν μόνο τόποι
και τα αγόρια, θύελλες

είμαι για πολλά
όχι επειδή είμαι εγώ
επειδή όλοι είμαστε για πολλά
δεν περισσεύουν όμως άλλες καλές πράξεις
κι έτσι κοιτώ μέσα μου
να βοηθήσω εμένα
κοιτώ γύρω μου και πρέπει να κάνω το ίδιο
η δύναμη είναι το χέρι που διπλώνει το τίποτα
το κάνει σαΐτα και το στέλνει στο διάστημα, στην διπλανή αυλή
στη χώρα εντός
στη γη με το χώμα σαν τούλι

γεννήθηκα με ένα σπόρο στο στόμα μου
και με τη σιγουριά ότι μπορώ να πετάξω πάνω απ' την έρημο

κοιτώ τον ουρανό
και γίνεται έδαφος

και ξεκινάει η βροχή να ανεβαίνει
από τους δρόμους
στα σύννεφα

ΛΙΝΚ

μου έχει γίνει εμμονή το ξέρω




είχα καιρό να μυρίσω ένα δάσος

ηαλήθεια γιαταδόντια μου

κάποιες σταγόνες
πέφτουν με τέτοιο τρόπο
ώστε να φτάνουν στο πάτωμα άθικτες
-όπως κάνουν κι οι γάτες

κάποιες σταγόνες είναι πραγματικά μπλε
αληθινό μπλε
κι όχι το ψεύτικο, το αντανακλαστικό

μπλε σαν το υγρό στις λεκάνες των αεροπλάνων

Έβγαλα το δεξί όπως κοιτώ στον καθρέφτη μπροστινό μου δοντι

-Δες! Της είπα... Είναι μια τσίχλα

-Είναι μια τσίχλα! απάντησε έκπληκτη

άρπαξε το δόντι μου από το χέρι μου και το έβαλε στο στόμα της
δεν το πίστευα
δεν το πίστευα

-Μα αυτό είναι μια κανονική τσίχλα...δες ! τη μασάω

δεν το πίστευα

κάποιες σταγόνες, σκέφτηκα,
πριν πέσουν
όσο κρέμονται και τρέμουν και λαχανιάζουν απ' το φόβο...


ΛΙΝΚ

[έλα... μικρό είναι]

19.2.07

ένα εκατομμύριο ακόμη, πράγματα για 'μένα:

ο γιάννης και η μαρία

" τα παιδιά μεγαλώνουν κι όλα δείχνουν ωραία . . ."


ο παράδεισος είναι . . .


18.2.07

μου λείπουν όλοι

σειρά μου;

επειδή το ζήτησε το σουρπουί μου:

1_ Στην πρώτη δημοτικού αντιμετώπιζα σοβαρό πρόβλημα με τον τονισμό των λέξεων. Πάντα κοιτούσα δίπλα μου, την Θεοδώρα, η οποία έκρυβε το τετράδιο της επειδή δε θα μάθαινα ποτέ έτσι. Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα, όμως, ήταν το γράμμα ζ. Κατάφερα να το σχεδιάσω στη δευτέρα δημοτικού πια. Μέχρι τότε έγραφα το όνομά μου με δύο Τ.


2_Ο πρώτος μονόλογος που έμαθα ήταν της Αντιγόνης. Ακόμη πιστεύω πως είμαι η καλύτερη Αντιγόνη που έχω δει. Και η καλύτερη Κασσάνδρα.

3_Είδα 11 φορές τον Τιτανικό στο σινεμά. Έγραφα όλα τα επεισόδια των Δύο Ξένων στο βίντεο. Με τον Τζωρτζίνο κάναμε στο τέλος κάθε σεζόν του Μπέβερλυ Χιλλς ένα τεστάκι για να δούμε ποιος ήξερε και θυμόταν περισσότερες λεπτομέρειες. Έχω δει το Stalker μία φορά κι από τα τρία χρώματα, μόνο την Μπλε.

4_ Στο κεφαλάκι του πουλιού μου έχω ένα μικροσκοπικό σημάδι από μια φορά που καθόμουν στη λεκάνη κι έπαιζα με ένα νυχοκόπτη.

5_Δεν μου αρέσει η ασήμαντη σωματική επαφή, δεν μου αρέσει να νιώθω ότι με κοιτούν, δεν μου αρέσει να με διακόπτουν, να με αμφισβητούν, δεν απαντώ στην ερώτηση Τι έχεις, δεν έχω τίποτα από όλα αυτά που ψάχνω να βρω στους άλλους, είμαι καπνιστής και φέρομαι με πολύ πιο άσχημο τρόπο από αυτόν που η καλοσύνη μέσα μου προβλέπει.

σειρά σου:

marte
amvro
provate
deka4
les_boi

17.2.07




ή το σκυλί μέσα μου, από το κρύο

λίγησιωπή

γρατζουνάς τον εγκέφαλό μου πού είσαι δε σε βλέπω με απειλές κι όχι τρυφέρα όπως σου είχα ζητήσει προσπαθείς να με πλησιάσεις να σε ακούσω κι εγώ προσποιούμαι ότι βιάζομαι φεύγω δεν είμαι τόσο δυνατός

είμαι περισσότερο και θα τρομάξεις αν ανοίξεις λίγο τα μάτια σου

θα σε καταστρέψω με τέτοια βραδύτητα που θα νομίζεις πως είμαι άρρωστος πως ΕΓΩ χρειάζομαι βοήθεια και δε σου είπα το καλύτερο είμαι αλλού και δεν ξέρω που είμαι πίσω μπρόστα πίσω σου πάνω σου κάτω σου

έπρεπε να ήσουν εκεί τη στιγμή που μου είπες να φύγω έπρεπε να ήσουν εκεί ΚΟΚΚΙΝΟΣ αν όχι αόρατος και τα λόγια σου σε άλλη γλώσσα θα έβαζα τα κλάματα αν δε φαινόσουν τόσο γελοίος αν σε είχα πιστέψει εκείνη τη στιγμή

ξέρω τι λένε για εμάς τους ιχθείς πως έχουμε τάσεις αυτοκτονίας τάση προς τον αλκοολισμό τα ναρκωτικά την κατάθλιψη όλα από μία φορά μόνο;

αν κάπνιζα χόρτο τον καιρό που ήμασταν μαζί θα έπειθα τώρα τον εαυτό μου πως ήσουν ένα τριπάκι

δεν έχω τίποτα είμαι καλά είμαι μισός

εκτός κι αν...

είμαι βρώμικος

αποχαύνωση η τηλεόραση είναι μέρες τώρα αναμμένη στο ίδιο κανάλι και σκέφτομαι πως έπρεπε να είχα γίνει διαφημιστής ή τουλάχιστον πουτάνα ναι

και πιο χαμηλά...

μου έχει κολλήσει μια μελωδία κι από χτες τη μουρμουράω θα είναι κανένα τραγούδι από αυτά που τραγουδούσες στην τουαλέτα γούσταρα να σε βλέπω να κατουράς κι εσύ κολλούσες "σε έχω δει να χύνεις πού κολλάς τώρα;" "ντρέπομαι" η αλήθεια είναι πως λίγες φορές σε είχα δει γυμνό χωρίς να είσαι καυλωμένος ίσως καμία μόνο τον κώλο σου έβλεπα κάθε φορά που σηκωνόσουν μετά το πήδημα κι έμπαινες στο ντους ποτέ δεν κάναμε ντους μαζί ποτέ δεν κάναμε έρωτα

μου λείπει λίγη σιωπή

αν κρίνω από τη διάθεσή μου είναι κυριακή τι να το κάνω το ημερολόγιο αν είμαι όπως τώρα είναι σίγουρα κυριακή αν τσούζουν τα μάτια μου είναι τρίτη αν καίνε τα πνευμόνια μου τετάρτη αν διψάω πολύ παρασκευή αν δεν έχω κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα είναι ή δευτέρα ή πέμπτη ή σάββατο εξαρτάται από την προηγούμενη μέρα ούτε ρολόι χρειάζομαι αφού είναι πάντα επτά

κρέμεται ένας τεράστιος πολυέλαιος απ' το δεξί μου αυτί κι από κάτω μια ορχήστρα περιμένει να παίξει από κάτω για ποιον; όλοι εδώ μέσα είναι κουφοί!

-σε ποιον μιλάς τότε;

ε; Ε;

έχω τη μυρωδιά της ανάσας σου στο στόμα και μέσα μου είσαι ακόμα εσύ με πονάς με πονάς με πονάς

κάποιες στιγμές όλα τα τραγούδια αποκτούν νόημα και μου σπάνε τα νεύρα ακόμα και το μια ωραία πεταλούδα μου φέρνει συνειρμικά στο νου εκείνη τη μέρα στην εξοχή που ήρθε μια πεταλούδα και κάθισε στον ώμο σου ΜΗΝ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ ακόμη και τότε με έγραψες σταρχίδια σου η πεταλούδα έφυγε μακάρι να είχα φύγει μαζί της γαμήσου

μη σβήσεις το φως απόψε

με γρατζουνάς με γρατζουνάς

ντρέπομαι να γελάσω ντρέπομαι να κλάψω επειδή μου είχες πει ότι κάνω περίεργους θορύβους όταν γελάω κι όταν κλαίω δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει να με δεις να κλαίω δεν έπρεπε

μπήκα σ' εκείνο το κατάστημα δεν ήσουν εκεί δε σε γνώρισα ποτέ

με γρατζουνάς

παμφάγο ζώο

ή μήπως είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένος;

κοιτάς ακόμα;

ωραία


υπόσχομαι. είναι το τελευταίο. δεν υπόσχομαι.

ΛΙΝΚ

16.2.07

παρκινγκσον

θα μείνω εδώ
όμως, όχι ακίνητος
όμως θα μείνω

κι εγώ να μην τρέμω
θα τρέμει η φωνή μου
ή το σκυλί μέσα μου, από το κρύο

τεντώνομαιτυλίγομαιτεντώνομαιτυλίγομαι

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΚΚΙΝΟ
ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
και κρατώντας την αναπνοή μου διασχίζω το δρόμο
μπαίνω στην πολυκατοικία ξεκλειδώνω την πόρτα ανοίγω την πόρτα κλείνω την πόρτα κλειδώνω την πόρτα
και μένω εκεί, πίσω απ' την πόρτα
γλιστράω στο πάτωμα και μένω εκεί, στο πάτωμα
σέρνομαι ως το δωμάτιο και μένω εκεί, στο κρεβάτι
τεντώνομαι-τυλίγομαι τεντώνομαι-τυλίγομαι
και μέχρι να σταματήσει το CD να παίζει έχω αποκοιμηθεί
καταπίνοντας αργά τις σκέψεις μου
και δε φοβάμαι τι θα ονειρευτώ
έχω κλείσει τα παράθυρα, έχω σβήσει το φως κι ακούω τους παλμούς της καρδιάς μου
κι εκείνους που ΘΕΛΟΥΝ ΤΟ ΚΑΛΟ ΜΟΥ και το ρολόι στον τοίχο
και το φανάρι γίνεται πράσινο
μπορώ επιτέλους να διασχίσω το δρόμο
δεν κινδυνεύω

αίσχος; όχι αίσχος... αίσιο... απαίσιο... απέναντι

αχ τι καλά... αυτό θα κάνω κάθε φορά που θα βαριέμαι να γράφω, ή να αντιγράφω:

θα σε αναγκάζω να με κατεβάζεις και να με ακούς και για να σου κάνω τη ζωή δύσκολη,
θα προσπαθώ, κάθε ηχογράφηση, να είναι χειρότερης ποιότητας από την προηγούμενη.


ΛΙΝΚ
τι όμορφο να σε ξεχνούν, να σε μπερδεύουν, να μην σε επιλέγουν.
τι όμορφο να σε νοιάζονται, να σε σκέφτονται, να σε απορρίπτουν.
τι όμορφο να ζει κάποιος τη ζωή σου μέσα από το δικό σου παρελθόν.
τι όμορφο να υπάρχει τόση σοφία μα τόσο προκλητικά λίγη κι επιλεκτική αντίληψη.
τι όμορφο να μην καταλαβαίνουν οι φίλοι σου ότι έχεις θυμώσει μαζί τους.
τι όμορφο να φαντάζεσαι τη ζωή σου χωρίς αυτούς και χωρίς τις μνήμες τους.
τι όμορφο να χάνεις ανθρώπους που δε θες να χάσεις και δε θέλουν να χαθούν.
τι όμορφο το χνούδι που φτάνει στη γη από τ' αστέρια...

ανακατεμμένη νύχτα

Ο δίωρος μεσονύχτιος ύπνος μου
ίσως επειδή λίγη ευτυχία
είναι αυτό που χρειάζεται ο νους
Το σώμα όχι και τόσο. Η ευτυχία κουράζει το σώμα.
Πόσο θα 'θελε , όμως, το μυαλό μου [και όχι εγώ
για το μυαλό μου] τη μίμηση όλων εκείνων των χαμόγελων
όποτε κάποιος υπήρχε εκεί κοντά
για να αγαπήσει.

Καταντά η σκέψη
παραδοσιακή. Όλα προκύπτουν
Ακόμη κι οι επιλογές.
Τι περιέργο... Λέω "προκύπτουν" και φαντάζομαι
ένα σαγηνευτικό καρπό να πέφτει από ένα δέντρο.
Δεν είναι όμως έτσι.

Κι όταν ο καρπός κάνει κρακ
κι όταν δεν κάνει
Όταν κατρακυλάει σε μια πλαγιά ή
σε μια κατηφόρα πάν' απ' τ' απόβλητα
ή
δίπλα στο ποτάμι
δεν είναι έτσι.

Κάποτε δεν με τρόμαζαν τα δάση
Γιατί ζούσα δίπλα σε τόσα
Τώρα τα βλέπω πια μόνο σε ταινίες τρόμου.
Έχω καιρό να μυρίσω ένα δάσος
Ευτυχώς υπάρχουν φαρμακεία

Πρέπει να κόψω τις βιταμίνες
που αρχίζουν από σίγμα:
Συνθήκη, Συνθήκη και Συνθήκη
Γιατί, αν η αγάπη είναι ασθένεια
το παιδί μέσα μου κλαίει. [ το 'μαθα, όμως,
να πηγαίνει μπροστά και να ξεμπερδεύει ]

Περίεργο... Λέω "το παιδί μέσα μου"
και νιώθω είκοσι δύο χρόνων
Σκέφτομαι "το παιδί έξω μου"
και νιώθω το ίδιο
Ίσως ζω την σπάνια αυτή στιγμή
στη ζωή ένος άντρα κατά την οποία
το παιδί μέσα και το παιδί έξω
είναι απλώς μέτρα σύγκρισης της αλήθειας.
Φαντάζομαι θα διαρκεί τόσο
όσο μας παίρνει ν' αλλάξουμε πλευρό.

Στο κάτω-κάτω... οι ομόκεντροι κύκλοι
μπορούν να ανοίξουν ταυτόχρονα
και να γίνουν δύο παράλληλες ευθείες.

Κάποιες ζωές, απλώς δεν τέμνονται



ΛΙΝΚ

15.2.07

από τότε που σε γνώρισα [χωρίς ονοματεπώνυμο] άλλαξε η ζωή μου.

οκ?
Ναι;....
Έλα-τι τηλέφωνο είναι αυτό;....
Α....
Καλά είμαι ναι. Εσύ;....
Στην Πειραιώς. Ανεβαίνω....
Όχι. Με τα πόδια....
Δεν ξέρω δεν έχω ξαναβρεθεί εδώ μυρίζει σοκολάτα πάντως.....
Σιγά! Νωρίς είναι ακόμα-κι άλλωστε δεν έχει ψυχή. Μόνο φώτα....
Δεν έχω ιδέα σε πόση ώρα....
Κανά δεκάλεπτο; Δεν ξέρω δεν περπατώ πολύ....
Όχι δεν πονάνε απίστευτο; Πρώτη φορά που δεν με πονούν τα πόδια μου....
Ε, όχι δεν είναι και τόσο ανηφορικά. Δεν το καταλαβαίνω δηλαδή-δεν είναι από τις ανηφόρες που με τρομάζουν....
Η σκιά μου;....
Η σκιά μου είναι παντού με περικυκλώνει....
Αφού σου λέω έρχονται φώτα από παντού-από πάνω από κάτω από το δρόμο από τα σπίτια-ποια σπίτια δηλαδή....
Ναι μερικές φορές εξαφανίζεται-να τώρα την έχω μόνο μπροστά μου. Να την κλωτσήσω;.... Την κλώτσησα....
Έβγαλε μια φωνή κι έφυγε τρέχοντας. Θα φτάσει σπίτι πριν από 'μένα....
Μα μου αρέσει που περπατώ!....
Ποιο λεωφορείο παιδί μου; Μπαίνω εγώ σε λεωφορείο;....
Έχει στάσεις αλλά πού ξέρω εγώ που πάνε;....
Μα δεν περιμένει κανείς-σου λέω δεν υπάρχει ψυχή. Κανείς δεν περιμένει κανένα λεωφορείο, κανείς δεν περπατά μπροστά μου, κανείς πίσω μου, τα αυτοκίνητα είναι ελάχιστα....
Ούτε για δείγμα. Κι άλλωστε δεν έχω λεφτά για ταξί....
Μα τι σε πειράζει που είμαι μόνος μου και περπατώ;....
Τι ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και θα το σήκωνα-τι εννοείς; Πως το σήκωσα μόνο επειδή δεν ήξερα τον αριθμό;....
Θα το σήκωνα....
Θα το σήκωνα....
Βλέπω ένα μεγάλο σπίτι από ζαχαρωτά και βγαίνει καπνός από την καμινάδα-θα ψήνεται η μάγισσα!....
Τίποτα δε βλέπω! Τα πόδια μου βλέπω και το τσιγάρο μου....
Από την πλευρά που ανεβαίνουν....
Τελειώνει η μπαταρία θα σε πάρω όταν φτάσω....
Σπίτι!....
Ναι έλα γεια....

14.2.07

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Της έφαγε τα μάτια.
Κακομοίρα.
Κακόμοιρη αγάπη.
Κακόμοιρη γαμημένη αγάπη.


[sarah kane, blasted]

13.2.07

valentine syndrom

πέρυσι, αυτές τις μέρες, περίμενα να κατέβει ο Γιώργος από το γαμωχωριό του. Σαν σήμερα νομίζω, μου είχε πει πως ήταν ερωτευμένος.
πρόπερσι, τέτοιες μέρες, περίμενα τον Νίκο να γυρίσει από το Βερολίνο. μπορεί, σαν σήμερα, να μου είχε πει εκείνον τον Πανικό από το τηλέφωνο. το Σ' αγαπώ.
φέτος, λουλούδια στη σιωπή...

photo album

γρασίδι
εγώ γυμνός
γύρω στα πέντε
ή στα δεκαπέντε

παγωτό-γιαούρτι

στο στρατό με φωνάζανε
ο Χ
για τα μάτια μου

κανείς δεν κατάλαβε
τη μέσα πλευρά
κανείς δε δοκίμασε
το τυφλό νερό

και κανείς πουθενά
μόνο ένας εδώ

η ουρά κάποιου σκύλου
κάτω από τη βροχή
ή πίσω από το συρματόπλεγμα
ή το μανίκι μιας γούνας πίσω απ' τα κάγκελα

"Οι τρεις μάγοι με τα δώρα;" με ρωτά η δασκάλα.
Της λέω: "Όχι. Ο Κουν, ο Τσαρούχης κι ο Χατζιδάκις.
Κι από πίσω ο Τσέχωφ γράφει ένα έργο."

"Μα αυτό μοιάζει με πουλί!" λέει η δασκάλα.

-Δεν το ξέρετε; Ο Τσέχωφ ήταν πουλί.
-Και γιατί τα πρόβατα; Γιατί η Παναγιά με το μωρό;
-Δεν είναι η Παναγιά. Είναι η μάνα μου. Και μέσα της είναι η μάνα της. Που κρατά εμένα.
-Και τα πρόβατα;
-Δεν είναι πρόβατα. Είναι οι τυφλοπόντικες στο εξοχικό μας στις Άλπεις.
-Ααααα...Κι αυτό λοιπόν είναι ένα εντελβάις!
-Όχι. Όχι.
-Λοιπόν τι είναι;
-Όχι.
-Λοιπόν;
-Εσείς. Σας αγαπώ. Είστε εσείς.

"Άσε με να μαντέψω! Οι τρεις αδελφές του Τσέχωφ;" λέει η δασκάλα.
Της λέω: "Όχι. Η Μήδεια, η Κλυταιμνήστρα και η κυρία Δήμητρα."

-Και το πουλί από πίσω;
-Ένα πουλί από πίσω. Μην είστε καχύποπτη.
-Δεν είναι ο Τσέχωφ;
-Ο Τσέχωφ; Ο Τσέχωφ ήταν άνθρωπος!
-Δεν το ξέρεις; Ο Τσέχωφ ήταν πουλί.

Γρασίδι
εγώ γυμνός
στα τέσσερα γύρω στα δεκατέσσερα




12.2.07

Τι τυχερή που είσαι Λάουρα!

Έλαβα το γράμμα σου χτες! Σ' ευχαριστώ για τις ευχές σου και για τη ζωγραφιά. Ακόμη ζωγραφίζεις σαν εξάχρονο, βλέπω... Υποθέτω πως σου είχαν τελειώσει οι ξυλομπογιές και γι' αυτό χρησιμοποιήσες το μολύβι για τα μάτια. Χάθηκε ο κόσμος να πιάσεις και κάποιο από τα χιλιάδες κόκκινα κραγιόν σου; Αυτό που μου θύμιζε τη γιαγιά μου, το αγαπημένο μου, που έλεγες ότι το φορούσες μόνο στις εκδικήσεις σου... Δεν ξέρω τι σκεφτόσουν, αν σκεφτόσουν εμένα, αν έχεις μια μυστηριώδη επαφή με το κρανίο μου από εκεί όπου βρίσκεσαι, πάντως πέτυχες διάνα. Όταν κλείνω τα μάτια, τον τελευταίο καιρό, ακόμη και για δευτερόλεπτα, έτσι βλέπω τον κόσμο. Θα μου πεις έτσι τον έβλεπα πάντα. Ναι.

Δεν είχα από αυτό το μπλε πραγματάκι κι έτσι μάσησα δυο τσίχλες και την κόλλησα αμέσως στον τοίχο μου. Ταιριάζει μαγικά στο μπουρδελάκι μου. Σαν να υπήρχε πάντα.


Οι ευχές σου μόνο, δεν ταιριάζουν σε αυτό το σπίτι. Πάντα μου έκανε εντύπωση, Λάουρα, που ενώ τα λόγια σου ήταν τόσο χρωματιστά, η ζωή σου τόσο παρακμιακά και υπέροχα λαμπερή, οι σκέψεις σου χάνονταν στους πιο σκατιάρηδες βούρκους. Ξέρω πως κάθε φορά που μου λες μια εκτυφλωτική κουβέντα, κάθε φορά που τα χείλη σου ξερνούν καλοσύνη, εσύ μέσα σου είσαι ένα τσουκάλι στο οποίο βράζει το πιο μαύρο σκατό.

Παρατήρησα επίσης πως άλλαξε ο γραφικός σου χαρακτήρας. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι έφαγες πολύ ξύλο πάλι και σακατεύτηκε το δεξί σου χέρι, οπότε αναγκάστηκες να γράψεις με το αριστερό. Και σίγουρα ήθελες να το καταλάβω. Σαν κώδικας. Σαν να ήταν κάποιος εκεί και να σου έλεγε να μου γράψεις τόσα ψέματα μα εσύ ήξερες πως θα καταλάβαινα αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά. Ελπίζω να μην περιμένεις να κινήσω γη και ουρανό για να σε βοηθήσω. Κανένα από τα δύο δεν κινείται στην κίτρινη χώρα των θαυμάτων μας κι επιπλέον, είμαι βαριά άρρωστος - δεν μπορώ να κινήσω τον αυχένα μου, πόσο μάλλον το υπόλοιπο σώμα μου, τη ζωή μου, τη δική σου, το σύμπαν.

Όχι δεν έκοψα το τσιγάρο. Δεν έκοψα καμία συνήθειά μου. Ούτε καν τις καλές. Με συνεπαίρνουν. Εύχομαι κι εσύ να παθαίνεις το ίδιο και να μην κάνεις κάποια τρέλα κι αρχίσεις να τρως σαλάτες, να πίνεις χυμούς και να ψάχνεις την αγάπη. Το καλό που σου θέλω, Λάουρα, μη βρεις την αγάπη! Είναι κάτι τόσο μεγάλο που πρέπει να το μοιραστείς με τόσους πολλούς, δε μένει τίποτα για εσένα - θα αρρωστήσεις, είμαι σίγουρος...

Εσύ, τώρα, θα περιμένεις να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις σου. Δε θα το κάνω. Όχι όσο δεν μου λες την αλήθεια που ξέρω. Έτσι δεν πάει; Σου δείχνω το πουλί μου για να μου δείξεις το μουνί σου... Δείξε μου το μουνί σου, Λάουρα κι εγώ θα σου πω ό,τι σκατά γουστάρεις να μάθεις για εμένα.

Την επόμενη φορά στείλε μου μια φωτογραφία σου τσαλακωμένη, σκισμένη, μουτζουρωμένη από πάνω με τη μάσκαρά σου.

Μην προσέχεις, Ζήσε,


π.
τα κορμιά είναι ο εφιάλτης μου
η μικροσκοπική αλυκή στο κέντρο του στήθους σου
[καλοκαίρι 2003]
νιώθω πως με κατασκοπεύουν τα όνειρα

κι εγώ, λοιπόν, θα κάνω πως κοιμάμαι...

11.2.07

λίγα πράγματα θυμάμαι απ' το σχολείο.
κι όσα θυμάμαι δεν μπορώ να τα
τοποθετήσω σε κουτιά χρόνου, σε σχολικές χρονιές.


θυμάμαι την πρώτη μου αποβολή.
Τραγουδούσα την ώρα της Βιολογίας.
Επειδή δεν
μπορούσα να κάνω αλλιώς.

θυμάμαι την πρώτη μου και μοναδική, ίσως, μαθητική σκανταλιά.
Πέταξα με δύναμη μια κιμωλία
στον πίνακα
την ώρα που η καθηγήτρια έγραφε κάτι και παραλίγο
να την πετύχω στο κεφάλι. Κανείς δε με μαρτύρησε.
Στον υποδιευθυντή πήγα μόνος μου και είπα την αλήθεια.
Χαμογέλασε και μου είπε να το ξεχάσω.


θυμάμαι την Έμμα που με πέτυχε να καπνίζω στις τουαλέτες
την περίοδο των καταλήψεων. Απογοητεύτηκε.
Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα καπνίζαμε μαζί.


θυμάμαι τον Ψιτ να έρχεται και να με μαζεύει από το σχολείο.
Με περίμενε πάντα στο στενό πίσω από το παρκάκι.
Όποτε πλησιάζα το αυτοκίνητο τον έβλεπα που γελούσε
πίσω από το παρμπρίζ με το περπάτημά μου.
Τον φιλούσα πριν προλάβει να με κοροϊδέψει.


θυμάμαι το πρωινό που έφτασα στο σχολείο και βρήκα
γραμμένο σε έναν τοίχο, με τεράστια, μαύρα,
κακιασμένα γράμματα πως ήμουν πούστης.
Θυμάμαι τον Ανθιμήδη, τον θρησκευτικό, που έστειλε
δυο συμμαθητές μου να πάρουν μπογιά και να το σβήσουν.
Του είπα: Αφήστε το, δεν έχω ξαναδεί το όνομά μου γραμμένο σε τοίχο.


θυμάμαι την τάφρο όπου πηγαίναμε και διαβάζαμε στις εξετάσεις.

θυμάμαι τις βόλτες που κάναμε κρυφά, με τον Τζίμη,
με το μηχανάκι του πατέρα μου, πολύ αργά το βράδυ.
Μόλις άνοιγε ο φούρνος δίπλα στη θάλασσα, παίρναμε τυρόπιτες
και τις τρώγαμε δίπλα σε ένα ξωκλήσσι στη Φιλέρημο.


θυμάμαι το είκοσι που πήρα μια φορά στην Ιστορία.

την ΕΞΟΔΟ, την πρώτη μου παράσταση.

τα τραγούδια που λέγαμε με τη Βιολέτα στις πρόβες
για κάθε σχολική γιορτή. Στο τέλος την άφηνα μόνη της
γιατί ντρεπόμουν να τραγουδήσω μπροστά σε κόσμο.


τον Ψιτ να επιστρέφει μετά από ένα χρόνο
και να με περιμένει αυτή τη φορά έξω ακριβώς από το σχολείο
κι εγώ να κλαίω σαν χαζό και να γελάω ταυτόχρονα
γιατί είχε γίνει κούκλος και του πήγαινε τόσο το γυμνασμένο σώμα.


θυμάμαι να βρέχει.

10.2.07

τα βράδια αστράφτω
σαν πλαγκτόν σε νερά του Σεπτέμβρη

ακούμε Patricia Kaas, l' aigle noir
και συζητάμε για τον Καναδά

έξω η υγρασία μουσκεύει τα φύλλα
και θολώνει τα φώτα του δρόμου
τα βράδια αστράφτω
σαν πλαγκτόν σε νερά του Σεπτέμβρη

τρώμε πίτσα πασαλειμμένη με τυρί-κρέμα
και ραβιόλια heinz κονσέρβα

τα βρακιά μου στεγνώνουν έξω κι εσύ
έχεις αναλάβει με το πιστολάκι αυτό που θα φορέσω απόψε

9.2.07




βρήκα μία σιωπή που νομίζω σου μοιάζει

ΔΑΣΚΑΛΑ

σκάλες
θα ανεβαίνω μια ζωή
και δέκα άλλες
μες στη βοή
ξένων υδάτων
απαλλαγμένη απ' την αξία
των δικών τους χρημάτων
θα πληρώνω με βία
θα αγαπώ με τα χείλη

θα μιλώ με ευχές
ημιτελείς
θα μοιράζω το χτες
στους επιμελείς

δε θα μου μείνουν φίλοι
παρά μόνο σιωπές

συναρμολογούμενες
δανεικές ντροπές
από σκιές προηγούμενες

ούτε μικρά νωπά χνάρια
από λιοντάρια
κι από καταιγίδες

με μάτια άδεια απ' όσα είδες
θα σε βρω στη στιγμή
που θα κλάψει ο χρόνος

θα χορεύεις μόνος
στα βράχια


8.2.07



είδα στον ύπνο μου ότι κάναμε πάλι παρέα. πως με έπαιζες ξανά. φάγαμε, ήπιαμε, κάναμε ένα τσιγάρο, σου τραγούδησα, με είπες χαζό, γέλασα, έκανες κάποιο όνειρο για 'μενα, μου έδωσες μια συμβουλή, την αγνόησα όπως πάντα, μου έγραψες ένα σιντί με χίλιες μουσικές που δεν ήξερα, με φλέρταρες... ακριβώς δύο χρόνια μετά.

7.2.07

Μου λέει: Υπάρχεις
Του λέω: Υπάρχουμε
Μου λέει: Δεν είναι το ίδιο
Τον ρωτώ: Στο δεξί ή το αριστερό μάτι βρίσκεται το παρελθόν;
Μου δείχνει: Το ντουλάπι
Τον κοιτώ: Με δίψα
Μου λέει: Το ντουλάπι
Του λέω: Εσένα
Μου δείχνει: Το ταβάνι
Με ρωτά: Γυμνάσια στην ψυχή;
Κοιτώ: Το ταβάνι
Του λέω: Υπάρχεις
Με σπρώχνει: Βίαια
Πέφτω: Απαλά
Μου λέει: Τώρα σήκω και πες το ξανά
Κάνω: Το αντίθετο
μία καινούρια μέρα
θα παίξουμε στο δρόμο
θα είμαι εκεί θα βλέπω
τα δέντρα στον αέρα

ένα καινούριο χιόνι
θα φτάσει στη σκεπή μας
και ένα νέο χτύπο
θα ακούσω στην καρδιά σου

της λείπεις της θάλασσας
πάμε εκεί

μέσα μου ο χρόνος λιώνει
είναι η αρχή του κόσμου
το είδα το θέλω δώσ' μου
το μαγικό σου ξίφος

κοροϊδεύεις τον ήλιο
σαν παιδί

έχεις φιλιά που μου κρύβεις







5.2.07


άμα ξέρεις ισπανικά, κακό δικό σου. δε χρειάζονται.

césar vallejo, EL BUEN SENTIDO

Hay, madre, un sitio en el mundo, que se llama París.
Un
sitio muy grande y lejano y otra vez grande.
Mi madre me ajusta el cuello del abrigo, no porque empieza

a nevar, sino para que empieze a nevar.

La mujer de mi padre está enamorada de mí, viniendo y

avanzando de espaldas a mi nacimiento y de pecho a mi muerte.

Que soy dos vezes suyo: por el adiós y por el regreso. La cierro,

al retornar. Por eso me dieron tánto sus ojos, justa de mi, infra-
ganti de mi, aconteciéndose por obras terminadas, por pactos

consumados.
Mi madre está confesa de mí, nombrada de mí. ¿Cómo no

da otro tanto a mis otros hermanos? A Víctor, por ejemplo,
el
mayor, que es tan viejo ya, que las gentes dicen: ¡Parece hermano
menor de su madre! ¡Fuere porque yo he viajado mucho! ¡Fuere

porque yo he vivido más!

Mi madre acuerda carta de principio colorante a mis relatos

de regreso. Ante mi vida de regreso, recordando que viajé durante

dos corazones por su vientre, se ruboriza y se queda mortalmente

lívida, cuando digo, en el tratado del alma: Aquella noche fui

dichoso. Pero, más se pone triste; más se pusiera triste.

- Hijo, ¡cómo estás viejo!

Y desfila por el color amarillo a llorar, porque me halla

envejecido, en la hoja de espada, en la desembocadura de mi rostro.

Llora de mí, se entristece de mí. ¿Qué falta hará mi mocedad, si

siempre seré su hijo? ¿Por qué las madres se duelen de hallar
envejecidos a sus hijos, si jamás la edad de ellos alcanzará a la de

ellas? ¿Y por qué, si los hijos, cuanto más se acaban, más se apro-
ximan a los padres? ¡Mi madre llora porque estoy viejo de mi

tiempo y porque nunca llegaré a envejecer del suyo!

Mi adiós partió de un punto de su ser, más externo que el

punto de su ser al que retorno. Soy, a causa del excesivo plazo de

mi vuelta, más el hombre ante mi madre que el hijo ante mi madre.

Allí reside el candor que hoy nos alumbra con tres llamas. Le digo

entonces hasta que me callo:

-Hay, madre, en el mundo un sitio que se llama París.

Un sitio muy grande y muy lejano y otra vez grande.

La mujer de mi padre, al oírme, almuerza y sus ojos mor-

tales descienden suavemente por mis brazos
.
δεν υπήρξα οι ισπανικές λέξεις που έμαθα από την ποίηση του Vallejo

υπήρξα σ
τη γεύση του πρώτου τσιγάρου

και όλων των πρώτων τσιγάρων

ελάχιστα


ήμου
ν κάθε φορά εκεί

σε όλες μου τις εφηβείες
και στις ενδιάμεσες μέρες

με είδαν κάποτε στο λόφο που σύχναζα
αποκλείεται
εγώ θα ήμουν



ο αγαπημένος μου πίνακας είναι η ζωή
ο χρόνος στη χώρα αυτή είναι αληθινός
και τα λοιπά
[τραγανά θρύψαλα λαμπτήρων
φλόγες διαφημιστικών αναπτήρων]


...κι άλλοτε με φώναζε Πακ, όταν καθόμουν οκλαδόν πάνω στο γραφείο του.

Πακ-Πουκ...ο καθημερινός, εξαίσιος καβγάς μας

νηπενθής με το στόμα να χάσκει άφοβα
μαγειρεύω δικαιολογίες

και το ρολόι, αν είχε δείκτες θα έκανε Πακ-Πουκ Πακ-Πουκ Πακ-Πουκ
[ακριβώς, δηλαδή, όπως θα έκανα κι εγώ αν ήμουν αντίστροφη πάπια].











Στον ύπνο μου άκουσα τους ήχους που βγάζουν οι πλανήτες όπως κινούνται στο διάστημα. Έμοιαζε αρκετά με τον ήχο που παράγει η λέξη γυαλιστερός. Ο Πελάγιος, το αγόρι που συναντώ συχνά στα όνειρά μου, έτρωγε μήλα με μέλι και γάλα καθισμένος σε ένα σύρμα σαν πουλί και μελετούσε τον καιρό μουρμουρώντας το παιχνίδι με τις παρηχήσεις μόνος του. Ξύπνησα κι άκουσα στο ραδιόφωνο για την κακοκαιρία στην Εύβοια. Ναι είναι μια αστεία σύμπτωση.

4.2.07

1, 50 '

Η μαγειρίτσα της Νίνας στον κάτω όροφο και τα ξεχειλωμένα βρακιά στην μπουγάδα της. Η κυρα-Παναγιώτα όταν φώναζε τη μάνα μου, τραβούσε το τελευταίο α του ονόματός της ενώ ο κύριος Μιχάλης από απέναντι ύψωνε τη φωνή του στο ι και κανείς τους δεν ήθελε κάτι σημαντικό κι η μάνα μου πολλές φορές δεν έβγαινε στο μπαλκόνι " βγες και πες ότι λείπω "

και πες ότι το λέω και πες ότι το είπα και πες ότι λείπω και πες ότι έφυγα

Το κυνοκομείο στο λόφο απέναντι από το στρατόπεδο, η μυρωδιά του τύφου και τα νεκρά χέρια της Γιούτε Άντερσεν. Η Γιούτε αντιπαθούσε τη μάνα μου με τον τρόπο που αντιπαθούν οι πεθερές τις νύφες τους: λάτρευε εμάς. Τα παιδιά της. Τον αδερφό μου κι εμένα. Εμένα περισσότερο. Στα φιλανθρωπικά BAZAAR μου έφτιαχνε πάντα μια μεγάλη δανέζικη μηλόπιτα. Μόνο για μένα. Την έπαιρνα στο σπίτι και την έκρυβα μην τη βρει ο πατέρας μου και τη φάει το βράδυ.

και με έπιανε κάτι αργά τη νύχτα και πήγαινα και του έλεγα πως υπάρχει μηλόπιτα αν θέλει.

Το πιάτο στο πάτωμα το διαλυμένο walkman, το χρυσό δόντι της νόνα στο κουτάκι με τα χρυσαφικά, τα λεφτά για την τράπεζα, ο παππούς μου, ο παππούς της Θεοδώρας, η γιαγιά της που την έλεγα Στάσα όταν ήμουν δέκα χρονών και τώρα τη λέω κυρία Στάσα και δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει ότι μεγαλώσα εγώ ή εκείνη, το κοτόπουλο με κάρυ, το ριζότο με σαφράν, το ψαρονέφρι με την άσπρη σάλτσα και τις ταλιατέλες, οι τάρτες, ο κορμός με τα μιράντα.

όλη αυτή η αγάπη δεν έχει πια μυρωδιά δεν έχει πια ήχο

ο γιατρός μου ο κύριος Συμεωνίδης που έπρεπε να του λέω πότε ακούω και πότε δεν ακούω μα αν δεν άκουγα πώς να το ήξερα αν έπρεπε να ακούω κάτι

μαθηματικά, ποιητές-καριόλες, τα άπαντα του Καζαντζάκη, τα λευκώματα, τα χαρτάκια, τα τσιγάρα, ο ταρκόφσκι, η βουγιουκλάκη, η θεία Ραλού, το σπίτι της στου Παπάγου που δέκα χρόνια μετά, ένα δρόμο πιο κάτω έμενε ο Ψιτ κι ένα δρόμο πιο κάτω η Ρένα.

μου λείπει να βλέπω το απέναντι νησί να σβήνει στο σκοτάδι

αλλά θα μείνω εδώ. Θα μασουλώ κάθε πρωί μία μπουκιά από τα αγαπημένα μου γοβάκια από καμένη τσίχλα.

Η Αφρική.

Το Λονδίνο.

Η Νέα Ορλεάνη.

3.2.07

blinking...

Bacon - Man with dog




Modigliani - Lunia Czechovska




Van Gogh - Self portrait with dark felt hat




Van Gogh - The Willow




Clemente - Waiting