30.9.06





DADEAD

































εδώ. εδώ εδώ εδώ εδώ. εδώ.
κάποιες σχέσεις τις ζηλεύω

ανάμεσα σε ανθρώπους
που αγνοώ
και με αγνοούν
ανάμεσα σ' αγνώστους και
τους νεκρούς τους
ανάμεσα σε φίλους και τους εραστές
των φίλων τους
ανάμεσα σ' εκείνους
και σ' εμένα
ο μεγαλύτερος έρωτας
βουβός
διάβασες δώδεκα τόμους ελληνικής ιστορίας
όταν ήσουν χοντρός
και δεν έχανες φεστιβάλ για φεστιβάλ κινηματογράφου,
θεατρικά φεστιβάλ - μπήκες στην ερασιτεχνική ομάδα
κι έκανες φώτα.

σ' ερωτεύτηκε μια παιδούλα
εκείνο το βράδυ στο μπαρ
- εμείς χορεύαμε και πίναμε, εσύ
την εντυπωσίαζες με τις γνώσεις σου
και σ' ερωτεύτηκε

μα δε σου έκατσε ποτέ
άγγιξες μόνο μια φορά το γόνατό της
κι αυτό ήταν όλο
- σ' αγαπούσε μα δε σε ήθελε

παράτησες τα βιβλία
" η γνώση παχαίνει τους παχείς ", είπες
κι έχασες 20 κιλά σ' ένα χειμώνα
κι άλλα 10 το καλοκαίρι

κι ήσουνα πια αδύνατος
μα άσχημος
ήσουνα πάντα άσχημος
μα δεν είχε φανεί
κι ήσουν ακόμα έξυπνος
μα δεν τις ένοιαζε

κι ακόμα τα φώτα κάνεις
στις παραστάσεις

άρχισα να μετρώ πρόβατα μα τα 'βλεπα να μετρούν εμένα


29.9.06


Την ίδια μέρα που διάβασα την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, διάβασα και το Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον. Ήμουν δεκατριών. Είχε ήδη περάσει ένας χρόνος από τη μέρα που με είχε πιάσει ο μαθηματικός να διαβάζω τον Αλχημιστή κρυφά την ώρα του μαθήματος. Ένας χρόνος παρά κάτι. Την περίοδο εκείνη διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα. Είναι λογικό να θυμάμαι ελάχιστα πράγματα, από ελάχιστα βιβλία. Από την Αβάσταχτη, που παραδόξως παραμένει το αγαπημένο μου βιβλίο -ίσως φταίει η Binoche- θολά θυμάμαι ένα απόσπασμα για το ψέμα κι ένα άλλο-κάτι για τους νεκρούς και τους τάφους.... Α! κι εκείνο το απόσπασμα για τη Νέα Υόρκη... Ενώ από τον Γλάρο δεν έχω ξεχάσει ούτε λέξη. [Από τον Αλχημιστή θυμάμαι αρκετά σημεία, κυρίως εικόνες όμως-τι άλλο θα έμενε...θα προτιμούσα πάντως να είχα μάθει να λύνω εξισώσεις παρά να ονειρεύομαι το Μαρόκο-χρόνος για όνειρα, ας τους να λένε, πάντα υπάρχει.] Η μάνα μου έμπαινε στο δωμάτιο μου και χάζευε περήφανη τη βιβλιοθήκη μου στην οποία από τότε δεν έχουν προστεθεί πολλά βιβλία. Γιατί, λίγο πριν τα δεκαπέντε -μνήμη τσακίσου- ήρθε το σεξ, ο έρωτας, η επιφάνεια, σε έναν αλλόκοτο συνδυασμό με την αγάπη για το θέατρο και τις τέχνες εν γένει που ακόμη και τώρα παραμένει η αγαπημένη μου ισορροπία. Κι από τότε που σταμάτησα να τρώω βιβλία, άρχισα να γράφω. Είναι σχεδόν εγκληματικό το ότι γράφω πολύ περισσότερο απ' όσο διαβάζω. Είναι εγκληματικό το ότι γράφω συνεχώς. Ξεκίνησα προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα ημερολόγιο σε μια δική μου γλώσσα ώστε να φεύγω από το σπίτι σίγουρος πως όποιος κι αν ανακαλύψει τα γραπτά μου δε θα καταλάβει λέξη. Τότε τα ονόμαζα ποιήματα...χαμογελώ που το θυμάμαι. Σταμάτησα όταν συνειδητοποίησα πόσο μάταιη συνήθεια ήταν. Και πόσο με πλήγωνε. Μα ήταν αυτοκαταστροφικό να αποθηκεύω όλες τις σιχαμερές εφηβικές στιγμές σε όμορφα τετράδια! Να τα διαβάζω μετά για ποιο λόγο; Να τα θυμάμαι γιατί; Κι άρχισα να αποφεύγω τις ώρες εκείνες που είχα την ησυχία και τον απαραίτητο χρόνο. Έβγαινα τα βράδια και γυρνούσα το πρωί και πήγαινα στο σχολείο μεθυσμένος, εξαντλημένος, ανίκανος να συγκεντρωθώ, να σκεφτώ-τι ωραία που δε σκεφτόμουν! Την κοπανούσα πριν το σχόλασμα κι έτρεχα στο πάρκο να καπνίσω ελεύθερα. Ελεύθερος. Όλο και κάποιο βιβλίο θα συναντούσα τυχαία-όσο τυχαία μπορεί κάποιος να συναντήσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, όλο και κάποιο ποίημα θα σκάρωνα μέσα στο μυαλό μου πριν με πάρει ο ύπνος ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΣΥΝΟΧΗ ΜΟΝΟ ΘΟΡΥΒΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ και χαμένος χρόνος. Χαμένα χρόνια μες στο μουρμουρητό: να φύγω να φύγω να πάω στην αθήνα να διοχετεύσω έστω το τίποτα έστω ποτέ. Το μουρμουρητό σταμάτησε χτες. Ο απόηχος είναι γλυκός και θα σβήσει την Τρίτη, αν όλα πάνε καλά.

Μαμά, εμείς οι δυο, δεν κινδυνεύουμε...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΑΝΤΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

όνειρο

από
χέρι
σε
χέρι
κι
από
το
τελευταίο
χέρι
στο
χώμα - σπόρος
ένα
πουλί
τον
παίρνει
πριν
βρέξει
πάνω
απ'
την
έρημο
του
πέφτει
βρέχει
ένα
βράδυ
πολύ
και
φυτρώνει
δέντρο
που
μοιάζει
με
χέρι

νεκρή σιωπή -

το μεγάλο καπέλο - ο έρωτας
του παιδιού το ανάγλυφο γόνατο
τώρα νεκρή σιωπή

σκότωσαν εκείνη/οι
γιατί ήταν έτοιμοι/η

σκληρό, όμως, δικαστήριο η μέρα...
κάτω απ' την πάχνη του μυαλού μου
μετά το γάβγισμα του κουταβιού

στον άρρωστο αέρα και
το ψεύτικο στόμα της μνήμης

ίσως και παραπέρα
στέκονται
κατακόρυφα
όλα
κι ενώνονται
όλοι οι ήχοι
κι ανακυκλώνονται
ξεκούρδιστα μωρά
σταγόνες γαστρικών υγρών στα θρύμματα
του άλλου νου
του καλοφτιαγμένου
απ' τα μεγάφωνα
οι καθηγητές μου
κι όλα τα σύμφωνα των επιφωνημάτων μου
είναι η εποχή του τρύγου
τι γευστικός μα άχρηστος μούστος
μα και τι πηγή τ' αυτιά μου
για το διψασμένο σκυλάκι σου

28.9.06

βρες μου μια φιλοσοφία για το 10

27.9.06

1)

δε γνώρισα κανέναν
γνώρισα εμένα
φόρεσα
τους ξετσίπωτους στόχους μου
και στάθηκα μπροστά τους
τίποτα -αλήθεια τίποτα
επειδή μου μοιάζω στις λάθος φωτογραφίες
επειδή πουθενά δε θα πάω με αυτές
εδώ θα μείνω καουμπόης
πίσω απ' το φράχτη θα 'μαι
ματωμένος
και τ' άλογο μου θα μαστορεύει
μες στο σπίτι.

2)

υπάρχει - έχω ακούσει - ένα ξόρκι.
υπάρχουν χιλιάδες χωριά
και πόλεις αμέτρητες.
ωραία... τι σχέση έχουν, όμως, αυτά,
με το φίλο μου;

3)

οργιάζω εγώ για να οργούν οι άλλοι
πλησιάζω μόνο για να δεις την αγαπημένη σου
οπισθοχώρηση
όμως, θα πάψω. θα το βουλώσω. θα πάψω.

4)

για να μην πεινάσει μέσα μου
η κόρη σου το κάνω μάνα

5)

οι γυναίκες κλαίνε συχνότερα μα κλαίνε λιγότερο

6)

για να το λες εσύ
κάτι θα ξέρω

7)

όχι ρε γαμώτο... στο εφτά κόλλησα;


με φέρνεις σε αμηχανία... θέλω να σε κάνω να ντραπείς, αλλά δεν ξέρω κάποιον τρόπο. χρειάζεσαι χρειάζομαι κοινό. αλλά δεν με ενδιαφέρει να ρεζιλευτείς...ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΩ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΛΑΣΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΩ. Θέλω μόνο να σε δω να ντρέπεσαι...
να βάψω τα μάγουλα σου τ' αρρωστιάρικα για δυο λεπτά κι ύστερα να σου πω έλα...μην ντρέπεσαι...δε φταις εσύ που... ΠΟΥ ΤΙ; Πώς θα σε κάνω να ντραπείς... Πως θα ξεφορτωθώ την κιτρινιάρικη μούρη σου έστω για λίγο... Σκέψου - σκέψου... Λοιπόν ... ... ... ... Αυτός θα καθίσει εδώ, σίγουρα - πάντα κάθεται στη θέση μου λες και τον ερεθίζει η γούβα που έχει αφήσει ο κώλος μου από το πολύωρο τίποτα μου... Κι εγώ που δε βολεύομαι σε καμία άλλη θέση θα στέκομαι και θα τον κοιτάζω....

-Τι έχεις; Γιατί δεν κάθεσαι;
,θα με ρωτήσει...
-Να... ξέρεις... Κάθεσαι στη θέση μου -
Όχι όχι κάθισε, δεν με πειράζει... Άλλωστε άλλωστε άρρωστε άλλοτε άλλωστε άρρωστε άρρωστε τι να αγαπήσω σ' εσένα βλάκα

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΗΝ ΑΝΕΒΑΣΕ ΤΗ ΓΑΜΩ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

26.9.06

κάθε φορά που σ' αγγίζω νιώθω πως επεμβαίνω.
έχουν κάτι περίεργο τα μάτια σου τα ομόκεντρα.
είμαστε δισεκατομμύρια κι όλοι λέμε τα ίδια και
τα ίδια. τα ίδια και τα ίδια. κι όμως δε μοιάζουμε.
ίσως πεντέξι να θυμίζουμε ο ένας τον άλλο μα δε
γνωριζόμαστε οι πεντέξι. κι ούτε νομίζω πως θα
γνωριστούμε. χωριστήκαμε ίσως στη γέννα πριν
από πολλές ζωές - μη γελάς - και τώρα σ' αυτήν
μονάχα ονειρεύομαστε ο ένας τον άλλο στα όνει-
ρα εκείνα που νομίζουμε πως βλέπουμε τον εαυτό
μας. μη γελάς - τα δόντια σου όταν φαίνονται αλ-
λάζουν τον καιρό και πάνω που τον συνήθισα.
απρόσμενα κι αναπάντεχα
μπροστά μου
μέσα στη νύχτα
πετροκάραβο.
Είχα ακούσει για σένα:
απόκρημνος φόβος
φασκιωμένος με θρύλους
-λένε πως αν καταφέρεις να δέσεις τη βάρκα σου
εδώ,
την βλέπεις ξανά να πηδά από ψηλά,
ή μονάχα το ρούχο της βλέπεις
σαν φύλλο να πέφτει...δε θυμάμαι

πώς κολύμπησα ως εδώ...
ποιος μ' έριξε στη θάλασσα
-ποιον ύπνο βαθύ δε πρόφτασα
να διώξω...

tetel-esthéte

24.9.06

στον καθρέφτη. κοιτάζω το σημάδι που μου άφησες στο λαιμό με υπεροψία. απολαμβάνω περισσότερο το ύφος μου παρά τη σκέψη σου. σε σκέφτομαι με αδιαφορία. και μνησικακία. σου είχα πει να μη μου αφήσεις σημάδι. θέλω να σε πετύχω στο δρόμο και να σε κουτουλήσω με δύναμη. τόσα χρόνια μετά κι ακόμα το σημάδι ξεχειλώνει κάθε φορά που τεντώνω το λαιμό μου. βαρέθηκα να το εξηγώ. θα τους λέω πως είναι μυριστικό και πως μοιάζει με μπακλαβαδάκι.
Δε θυμάμαι πόσο χρονών ήμουν. Επειδή σταμάτησα το λύκειο στα 17 και για 2 χρόνια δεν έκανα απολύτως τίποτα -απολύτως τίποτα ουσιαστικό--απολύτως τίποτα απολύτως ουσιαστικό-- δεν έχω βάσιμα χρονικά σημεία αναφοράς μπερδεύω τις ημερομηνίες, πάντα λέω πριν τρία χρόνια ακόμα κι αν αναφέρομαι σε παιδικές μνήμες. Λοιπόν, δε θυμάμαι πόσο ήμουν. Φορούσα μαύρα ρούχα... ή εκείνο το γκρι γιλέκο με το καρό πουκάμισο; Λοιπόν δε θυμάμαι τι φορούσα. Η μαμά σήκωσε ψηλά το πιάτο με τη σαλάτα και το πέταξε με οργή στα πλακάκια. Κανείς δεν το πίστευε πως η μαμά είχε θυμώσει τόσο. Πως είχε θυμώσει τόσο μαζί μου. Πως δε δέχτηκε αυτό που μόλις είχα πει. Η μαμά δεν είχε θυμώσει. Είχε πληγωθεί. Γιατί νόμιζε πως το εννοούσα αυτό που μόλις είχα πει. Έτρεξε στο δωμάτιο της. Κι εγώ στο δικό μου. Κι άκουσα εκατό φορές το ίδιο τραγούδι. I have seen water... it's water, that's all!
Η μαμά μίσησε την Björk επειδή την άκουγα όποτε πονούσα. Και την άκουγα συνέχεια. Κι η μαμά νόμιζε πως πονούσα συνέχεια. Και πως ίσως η Björk με έκανε να πονώ. Κι έγραφα στο ημερολόγιο μου κι έβριζα και μουτζούρωνα και μισούσα τόσο πολύ - εδώ ήθελα να καταλήξω.

Καληνύχτα
-Όχι εκεί
-Συγγνώμη
-Εκεί είναι για τους ασθενείς
-Εδώ καλά;
-Ναι. Σ' ακούω.
-Ήρθα να δω πώς πάει.
-Δεν ήμουν σύμφωνος να γυρίσει.
-Έπρεπε. Έξω...
-Κανείς δεν είναι έτοιμος να φύγει από εδώ. Αν όλοι γύριζαν...
-Όμως εκείνη.
-Όλοι αποτελούν κάποια συγκεκριμένη εξαίρεση.
-Ναι.
-Παρ' όλα αυτά, αφού την δέχτηκαν δεν μπορούσα να την απορρίψω εγώ.
-Χαίρομαι.
-Πες μου τώρα γιατί ήρθες. Πρώτη φορά έρχεσαι.
-Αποφάσισα να γίνω η μάνα της. Όχι από φιλανθρωπία συμπόνια αγάπη και τέτοια.
-Αλλά;
-Από μοναξιά. Είναι ωραίο να φροντίζεις κάποιον. Έστω να νοιάζεσαι.
-Δεν έχεις κανέναν;
-Αν θες να απαντήσω, καλύτερα να ξαπλώσω κι εγώ.
-Κουβέντα κάνουμε.
-Όχι για μένα. Ήρθα εδώ για εκείνην.
-Επιμένει να μη λέει το όνομά της. Εμείς φυσικά το ξέρουμε.
-Ναι. Κι άλλα πολλά θέλει να κρατά για τον εαυτό της. Συνήθως χαζά κι ανούσια.
-Είναι ανώφελο.
-Πολλά είναι.
-Αρνείται να με δει αυτές τις μέρες. Γύρισε πολύ θυμωμένη.
-Σαν τα σκυλιά.
-Τι εννοείς.
-Μπορώ να έρχομαι να μαθαίνω;
-Μπορείς. Αλλά καλύτερα να μη συναντιέστε.

23.9.06

σταγόνες εξαίρεσης
εξαίρετες λάμψεις
στην οροφή
δικάζουν το χώρο
απασφαλίζουν τις πόρτες
σαρκάζοντας
κι εμένα και τα εξέταστρα
που δέχομαι απ' τους καλεσμένους μου
αποχρω-αποχωρχ-απροχ-αρποχω-
μη-πριν νιώσεις πως νοιάζομαι
κοντεύω να - αλλά καλύτερα να μην ξέρεις

η βροχή - αυτή η βροχή τώρα καμία άλλη ποτέ-
σου ταίριαξε
όπως έμοιαζε κάποτε σ' ένα τραγούδι

δίχως κάποια συγκεκριμένη δομή
ανελέητα
στεγνά
θα μείνει από εμένα
ο,τι πρέπει. όπως πρέπει.

απορώ που σε ερεθίζει
με κάνεις κι απορώ - δε γδύνομαι δε σε γλείφω
διαλύομαι - θα μου το πεις μια μέρα κι αυτό. πως σ' άρεσε να με βλέπεις
έτσι

εμένα μ' άρεσε να με πηγαίνεις βόλτα
χωρίς λουρί
και να με βρίζεις
και να με φωνάζεις να μου φωνάζεις να γυρίσω
τώρα! έλα εδώ! τώρα αμέσως! τσακίσου! τώρα κοπρόσκυλο!
I'll save my desert
I'll save my desert

invite you to this

supreme

white birds
oceaning

ah - ah -ooh
ah- ooh

letter-mouthed
killers

soft
you soft hustler

among divers
naked

ah - ooh
σου θύμωσα γιατί σε πλήγωσα
κι εσύ που σαν να σε είχα σχεδιάσει ήσουν σε όλα σωστός και όμορφος
έφυγες τέλεια
κι εντελώς. κι η τεχνική μου δεν έπιασε. δεν κατάφερα να στρέψω μέσα τον θυμό και να τον αναλύσω. μόνο τον ανακάτεψα αντίστροφα αυτή τη φορά για να διασπάσω τα μόρια του. όταν το κάνω αυτό στη ζύμη, το κέικ δε φουσκώνει. και σκέφτηκα πως το ίδιο μπορεί να συμβεί με το θυμό. ναι, το ίδιο συμβαίνει. όμως το κέικ κι αν δε φουσκώσει παραμένει νόστιμο. ενώ ο θυμός δεν έχει γεύση. δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις. γι' αυτό και δεν τον κατάλαβα όταν είχε φτάσει στο στόμα. γι αυτό και δεν τον είδα όταν τον έδειξα. γι αυτό και δε σε άφησα να μου θυμώσεις κι εσύ - γιατί δεν σ' άκουσα.
τα χέρια μου, στην πλάτη σου τα είπαν όλα. τα σήκωσα ψηλά κι ύστερα τα τέντωσα μπροστά κι ύστερα τα έφερα στο πρόσωπο μου. αν γύρισες να με δεις για τελευταία φορά, μάλλον θα ήταν εκείνη τη στιγμή.

22.9.06

τραγούδι μου εσύ
τρυπάνι

λυπητερή μορφή στον κήπο
μετράς φθινόπωρα σκυφτός

βιβλία-δεύτερο-χέρι-γαλλικά
από σπίτι σε σπίτι
ξέρω ποιο θα γυρίσει σ' εμένα
μια μέρα

βαρύς
και κρυφά αδιάθετος
στρατιώτης
μυστικά δοκιμασμένος στον πόνο
μ' ένα παιδί στην Ευρώπη, κάπου

άγνωστο

κι ένα παιδί βροχερό
στο στομάχι του, κάπου

αδύναμο

να ονομάζει το τρυπάνι, τραγούδι

μα μόνο το σκοτάδι
να πείθεται
και κανένας άλλος
ούτε καν το τρυπάνι
ούτε καν το τραγούδι

και ποτέ ένα μωρό δε γέλασε έτσι...

21.9.06


σβήνεις εκείνο το λιπαρό σίγμα απ' τη φωνή σου.
κι έρχεσαι εδώ. και μένεις εδώ. και δε φεύγεις.
αυτόματος; πού είναι το μοναδικό μου γούρι;
που να 'ναι κι η μάνα μου... κάποτε με νοσταλγία
έβρεχα φωτογραφίες. κι έσβηνα τα φώτα.
κι έσβηνα
φτύνοντας αμήχανα το πάτωμα μπροστά στον τοίχο.
και κοιμόμουν σίγουρος πως θα ξυπνήσω
σε βρεγμένο κρεβάτι. και ξυπνούσα στο πάτωμα.
με τον ροζ ιπποπόταμο και το αστείο όνομα του
κρυμμένο ανάμεσα στα πόδια μου. κι έρχεσαι
εδώ. και παίρνεις τη θέση του. έχεις ένα υπέροχο
όχι
στα χείλη μου. δικό σου. και δε φεύγεις. όλο έρχεσαι.
αυτόματος. το γούρι μου. θέλω το γούρι μου.
και μια τούφα απ' τα μαλλιά σου. και
να μπορώ
για πάντα
να θυμάμαι
τη μύτη σου.
ποιαν άλλη λέξη θέλουμε
πιστή
και όσο πρέπει δυνατή
για να φυλάει το σπίτι μας
όσο θα τρέχουμε;

ποιον άλλο φίλο θα θυσιάσουμε
καλό
και όσο μας άξιζε ευγενή
για να γκρεμίζεται ξανά και ξανά και
κάθε βράδυ
η γέφυρα τους;

ποια μουσική θα εξαντλήσουμε
χλωμή
και κατά κάποιον τρόπο ξένη
για να κοιμάται όταν εμείς
θα περνάμε κρυφά απέναντι;

να μη γιορτάσουμε
άλλο
στεναγμούς
κι ούτε λάθη άλλα
να γλεντήσουμε

τ' όνομα σου στην πλάτη μου
τ' όνομα μου στη δική σου
και τίποτα άλλο

20.9.06

μέσα μου σ' έχω
σαν μια κηλίδα βούτυρο
στο βάζο με το μέλι















«Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις,
εγώ δεν είμαι μόνο αυτό που ξέρεις.
Δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου και κάπου τη χρωστάω.
Αν σ’ αγγίζω με την άκρη των δαχτύλων μου,
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι.
Αν σου μιλήσει μια λέξη μου,
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι.
Θα αναγνωρίσεις άραγε τα άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου?
Θα βρεις τις πατησιές μου μέσα σε μυριάδες χνάρια?

Είμαι και ό,τι έχω υπάρξει,
ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι.
Τα πεθαμένα μου κύτταρα,
οι πεθαμένες μου πράξεις,
οι πεθαμένες τύψεις μου.
Γυρνάνε τα βράδια να ξεδιψάσουνε από το αίμα μου.

Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα,
Μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.

Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω,
Γύρω μου οι φίλοι απαιτούν,
Οι εχθροί απαγορεύουν .
Μη με γυρέψεις αλλού!
Μονάχα εδώ να με γυρέψεις . . .
Μόνο σε μένα…»
Μόνο σε μένα - Τίτος Πατρίκιος
Βρέθηκε σήμερα στο mail μου
[ σ' ευχαριστώ γιάννη
-περιμένω το μπαομπάμπ μου
και να με πας στο "γάλα" ]















18.9.06

άλλωστε στο δέρμα σου εκεί λίγο πιο πάνω
εσύ ακόμα βλέπεις την ίδια σκια
είτε υπάρχω είτε όχι
εσύ με βλέπεις

με έχεις εκεί

δίδιμα πέη έλεγες
ναι μοιάζουν έλεγα
ίδια είναι κοίτα έλεγες μα το δικό μου είναι πιο ευαίσθητο

κι έφτιαχνες χαζές ιστορίες για το πέος
μου το πέος σου και πως το πέος σου είχε
γεννηθεί 5 λεπτά νωρίτερα

με περνάς 12 χρόνια έλεγα
ναι αλλά το πουλί μου μοιάζει με εφήβου έλεγες και
καμάρωνες που είχες ένα καβλί που έμοιαζε τόσο σε ένα καβλί που εγώ μισούσα
μα το δικό σου το λάτρευα γιατί σου έμοιαζε

σου μοιάζει έλεγα κι αν το πουλί σου σου μοιάζει και το πουλί σου μοιάζει με το δικό μου τότε το πουλί μου σου μοιάζει τότε μοιάζουμε μα εμείς δε μοιάζουμε καθόλου

τότε τα πουλιά μας λένε ψέματα έλεγες
τα πουλιά πάντα λένε ο,τι θέλουν έλεγα

κι έφτιαχνες κι άλλες ιστορίες για τα πουλιά που πετούν, ολόκληρα παραμύθια που κατέληγαν στο παράθυρο μας πάντα, στο κρεβάτι μας, στην κουζίνα μας κι εγώ έστηνα αυτί να ακούσω τα πουλιά που έπιναν νερό από το μπολ του σκύλου γιατί πίστευα ο,τι κι αν μου έλεγες ακόμα κι όταν μου έλεγες ότι η σκιά λίγο πιο πάνω από το δικό σου πέος έμοιαζε στο σώμα μου την ώρα που κάναμε έρωτα εγώ σε πίστευα
και σκέφτομαι ξανά όπως σκεφτόμουν τότε

[ που δε φορούσα αποσμητικό γιατί δε μύριζαν οι μασχάλες μου. δεν έπλενα το πρόσωπο μου με σαπούνια κατά της λιπαρότητας γιατί δεν ήξερα πως υπήρχαν και δεν ήξερα ότι είχα λιπαρό δέρμα. δε φορούσα ακριβά εσώρουχα γιατί δεν με ένοιαζε να είμαι όμορφος όταν φορώ μόνο ένα σώβρακο. δε χτενιζόμουν γιατί το μαλλί μου ήταν πολύ κοντό-αγορίστικο. δε φορούσα κολώνια γιατί πίστευα πως η κολώνια είναι για μετά το ξύρισμα κι εγώ δεν ξυριζόμουν γιατί δεν είχα τρίχες. ]

και κοιτάζω το ένα μου χέρι που είναι πιο μαύρο απ' τ' άλλο γιατί
μ' αυτό σκέφτομαι
μ' αυτό θυμάμαι
μ' αυτό χαϊδεύομαι την ώρα που γράφω

ήμουν αγνός μα ένιωθα πρόστυχος
μα ήμουν αγνός, τώρα το ξέρω, το καταλαβαίνω
υπήρξα αγνός μακριά μου

μακριά μου λοιπόν θα φύγω ξανά

κι ο,τι μ' ακολουθήσει... ο,τι κουραστεί στο δρόμο... ο,τι αντέξει...
ο,τι μείνει εδώ...εκεί

17.9.06

κατηφόρισα δίπλα στα νεκρά περιστέρια και τα λοιπά
ΕΓΩ ΦΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΒΙ ΜΟΥ ΜΑΖΙ ΣΟΥ
ΜΑ ΒΕ ΜΑΦΗΝΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΜΑΖΙ ΤΟΥς
ΚΑΦΕ ΠΡΩΙ
ΚΙ ΕΣΥ ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΕΣΑΙ ΚΑΦΕ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΒΕΝ ΕΡΧΕΣΑΙ ΚΑΦΕ ΒΡΑΒΥ;
ΓΙΑΤΙ ΓΛΥΚΟ ΜΟΥ ΑΡΓΟΠΟΡΗΜΕΝΟ ΠΛΑΖΜΑ
ΒΕ ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙς ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΟΣΑ ΖΗΤΩ - ΕΣΤΩ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΒΙ ΟΜΟΡΦΟ ΕΣΤΩ
ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΛΟΝΤΥΜΕΝΗ ΕΣΤΩ ΕΝΑ ΜΠΑΛΟΝΙ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ;

ΠΕΦΑΝΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗς ΜΑΝΑς ΜΟΥ
ΚΑΙ ΒΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΕΦΑΝΩ ΞΑΝΑ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ
ΜΑ ΒΕ ΒΙΑΛΕΓΟΥΜΕ ΕΜΕΙς
ΟΥΤΕ ΤΟ ΠΟΤΕ ΟΥΤΕ ΤΟ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΟΥΤΕ ΤΟ ΠΟΥ ΦΑ ΠΕΦΑΝΟΥΜΕ

ΛΕΝΕ ΠΩς Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΡΝΗ
ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΑΓΑΠΗ ΚΙ ΗΤΑΝ ΠΟΡΝΗ
ΛΕΝΕ ΠΩς ΚΙ Η ΖΩΗ, ΠΟΡΝΗ ΕΙΝΑΙ
ΜΑ ΒΕΝ ΕΙΧΑ ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΠΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ ΖΩΗ

ΦΕΛΩ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΜΕ ΒΕΙς ΕΤΣΙ ΟΠΩς ΜΕ ΒΛΕΠΟΥΝ
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
ΑΣΧΗΜΟ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΒΥΝΑΤΟ
ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΨΕΙς ΝΑ ΦΥΜΑΣΑΙ ΤΙς ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕς ΠΟΥ
ΣΟΥΣΤΕΛΝΑ

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΦΑ ΑΚΟΥΣΩ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ
ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΦΩΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
ΚΑΙ ΦΑ ΤΡΕΞΩ ΣΠΙΤΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟς

ΑΥΤΟ ΜΟΝΑΧΑ ΚΑΙ ΤΟΥς ΣΕΙΣΜΟΥς ΦΟΒΑΜΑΙ
ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΒΙ ΜΟΥ ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΑ ΦΑ ΤΟ ΣΥΝΗΦΙΣΩ











με πήρες τηλέφωνο και μου διάβασες κάτι. δεν αναγνώρισα τη φωνή σου. μου διάβαζες κάτι κι εγώ υποψιαζόμουν τι ήταν κάτι μου θύμιζε αλλά πάλευα να θυμηθώ και τη φωνή και δεν έδωσα σημασία σε τίποτα. το έκλεισες βιαστικά πριν προλάβω να κάνω ερωτήσεις και με πήρες μέρες αργότερα με την άλλη φωνή αυτή που θα αναγνώριζα αμέσως να με ρωτήσεις τι κάνω. έτσι απλά. τι κάνω. κι άκουσα το σκυλί μας να γαβγίζει και θυμήθηκα πως το είχα ακούσει να γαβγίζει μερικές μέρες πριν ήσουν εσύ στο περιέργο εκείνο τηλεφώνημα που μου διάβαζες ένα δικό μου ποίημα εκείνο που σου είχα διαβάσει κάποτε δίχως να σου πω πως ήταν δικό μου και μου είχες πει σηκώνοντας την κουτάλα από την κατσαρόλα σαν να με δίδασκες "αυτές τις μαλακίες διαβάζεις και σου παίρνουν τα μυαλά και δεν πηγαίνεις στο σχολείο" και συνέχιζες να ανακατέβεις τη σούπα που αργότερα χύθηκε στο πάτωμα και τρέχαμε στο νοσοκομείο γιατί είχε χυθεί και στα πόδια σου. καλά είμαι σου είπα πάρε με όμως σε λίγο γιατί γράφω μια μαλακία τώρα ναι;

και τώρα αυτό...

16.9.06

-παιδί μου τώρα που φεύγεις θέλω να σου δώσω δυο συμβουλές.
-σ' ακούω μαμά...
-πρώτον: πρόσεχε ποιον ερωτεύεσαι...
-και δεύτερον;
-να προσέχεις αυτόν που ερωτεύεσαι...

-μαμά βαριέμαι...
-πήγαινε να μαζέψεις το δωμάτιο σου

-μαμά να πεθάνω πρώτος;
-αν θέλεις να πεθάνω

-μαμά ο μπαμπάς είναι μαλάκας
-δεν το άκουσες από εμένα...

-mon petit lapin rose

-τι είναι αυτό; χασίσι;
-ναι

-παιδί μου καπνίζεις πολύ;
-μόνο όταν πίνω πολύ

-μαμά;

-μαμά;






















πολλές εικόνες σημαίνει
τίποτα μέσα, έτσι για να ξέρεις.
τίποτα

15.9.06

Πίναμε καφέ κι ήρθε ένα κορίτσι να μας πουλήσει χαρτομάντηλα. Σκέφτηκα τη Μούλου και της έδωσα λεφτά, τσίχλες και καραμέλες που είχα στην τσάντα μου. Το κοριτσάκι τα πήρε κι έφυγε. Τι έξυπνη η αγορά που είχα μόλις κάνει.

Το αγόρι, είπα στη φίλη μου, χτες μου είπε πως θέλει να ερωτευτεί. Κι εγώ του είπα θες να ερωτευτείς εμένα; Ήθελα να του πω αυτό, αλλά τελικά κάπως τα μάσησα και του μίλησα γενικά για τον έρωτα και πόσο άσχημα περνάμε περιμένοντας τον έρωτα - ίσως να του είπα κι ότι ο έρωτας είναι μέσα μας / ελπίζω πως όχι.

Κι έκλαιγα για το κορίτσι και φυσούσα τη μύτη μου και την σκούπιζα και πετούσα τα χαρτομάντηλα στην τσάντα μου και μιλούσα για το αγόρι αυτό που είναι έξυπνο μα τόσο διαφορετικά από εμένα έξυπνο και δε θυμάμαι καθαρά το πρόσωπο του ούτε τα μάτια του για τα οποία είμαι σίγουρος πως είναι υπέροχα τεράστια και φωτεινά. Το κοριτσάκι πέρασε ξανά από μπροστά μας και έκανε επιδεικτικά μιαν άσπρη τεράστια τσιχλόφουσκα. Η σερβιτόρα δε μας πήρε λεφτά και μου έφερε μπισκοτάκια να γεμίσω την τσάντα μου.





Θέλω να σου κάνω το μεγαλύτερο δώρο που υπάρχει, αλλά δεν ξέρω ποιο είναι και δεν ξέρω ποιος είσαι









ένει. δεν άντεξε. βαρέθ ου πω ένα


εια. να α χαρούμε που συναντιόμα


υ πω τίποτα γιατί ακόμα δεν ξέρω


η ρωτή ρεί για τα νέα μου, να μου


ει τ υμηθώ πόσο υπέρ έρωτας μαζί


ου και να σκύ θεί αν όσα μου είχε


πει οτι θα συ αίνουν κι εγώ σα να


ντεύ ρία του να άστιο χαμό γοντας


"θ ούμε"

13.9.06













12.9.06

Στο Δέλτα
του ποταμού
Σάπι, φυτρώνει
ένα πολύ σπάνιο
λουλούδι. Τα δύο
μοναδικά του πέταλα,
απλώνονται σε
απόσταση 25 πόντων
το καθένα από το πολύ
λεπτό μίσχο του φυτού.
Κι όταν φυσά, το λουλούδι,
μοιάζει σαν να πετά, όμως
οι πολύ παχιές του ρίζες,
που φτάνουν μέχρι και τα
δύο μέτρα κάτω από το χώμα,
το κρατάνε εκεί.


couldn’t care less

Δεν ανοίγω την πόρτα μου στα παιδιά της γειτονιάς. Δεν απλώνω τα ρούχα μου έξω. Δεν ανοίγω παράθυρα παρά μόνο τη νύχτα που κάποιος ψηλά σε έναν έβδομο όροφο ακούει μουσική που μου αρέσει. Μου τον θυμίζει αμυδρά. Κι όταν βγαίνει στο μπαλκόνι του, λίγο περισσότερο. Μου θυμίζει το αγόρι εκείνο που κάποτε είχε πει: Εδώ ας μείνουμε που είναι ήσυχα κι έχει μεγάλη αυλή. Θα πάρουμε σκυλιά γιατί στην ερημιά ποτέ δεν ξέρεις κι όταν γεννήσεις με το καλό θα κάνουμε το αποθηκάκι κάμαρα μας, να έχει το παιδί μας το καλό δωμάτιο. Αφήνω πάντα ένα φως αναμένο να έχει κάτι να χαζέψει μέχρι να πετάξει τη γόπα του στον ακάλυπτο. Αφήνω το φως του σαλονιού αναμένο και τις κουρτίνες κλειστές κι εγώ ξαπλώνω στην σκοτεινή κρεβατοκάμαρα σίγουρη πως μπορώ και τον βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Κι ενώ δεν τον βλέπω, καταλαβαίνω πότε μπαίνει μέσα στο σπίτι ξανά - μερικές φορές με παίρνει ο ύπνος όμως και τότε ονειρεύομαι το σπίτι μου. Η αυλή είναι μεγαλύτερη απ' ότι ήταν κάποτε και το παιδί μου μπουσουλάει στο γρασίδι παίζοντας με τα σκυλιά και το αυτόματο πότισμα - ποτέ δεν αποκτήσαμε αυτόματο πότισμα. Κάποτε δεν υπήρχε, τώρα δε χρειάζεται...



Χτίσανε γύρω απ' τη ζωή μου μια σιχαμένη πόλη

11.9.06

τα κύματα εγκαταλείπουν την ακτή τα πουλιά σκάβουν λαγούμια ρίζες πετάγονται από τα μπουμπούκια παίζουμε τώρα εμείς με καρφιά και με ζάρια

τι θέλω εγώ σ' αυτό το δωμάτιο;
παίζουμε τώρα εμείς

με καρφιά
την σκιά και το φως
ΣΚΑΣΕ
άφησέ με. . .

για την αγάπη του θεού σου, άσε με...

δεν είναι μόνο τα κιτρινισμένα μου νύχια/δόντια/σεντόνια/σώβρακα

έτριψα το μπάνιο
βρώμισε
ήρθες
βρώμισα
έτριψα

- κάποιος με βλέπει το ξέρω με βλέπει θα τον πετύχω μια μέρα και θα του χώσω την πιρούνα για τα μακαρόνια στον κώλο θα τον αναγκάσω να μου πει όλα όσα σε είδε να κάνεις/φέρνεις/παίρνεις

γιατί αγάπη μου αγαπιόμαστε;
γιατί σε σέρνω μαζί μου;
πόσο ακόμα πόσα κενά θα γεμίσεις δε χόρτασα ούτε γεύτηκα αυτή την αγάπη

θέλω να φύγεις
τώρα
φύγε
μην έρθεις
ποτέ
φύγε

πες μου αυτό που θέλω να ακούσω παρ'το πίσω γέλα μου θα σε κοιτώ καθώς φεύγεις και θα είναι σαν φως σα να γυρίζεις σαν να σε βλέπω να μεγαλώνεις

σε/ αυτό το πάτωμα γεμίσαμε τα σακουλάκια μας με πόνο
μαζί τα κάναμε όλα
και μόνο εγώ διαλύθηκα
σου λέω

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
ΠΕΣ ΤΟ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ ΓΑΜΩ ΠΕΣ ΤΟ ΓΑΜΩΤΟ ΜΟΥ ΠΕΣ ΤΟ!!






































































10.9.06

δε θα βγάλεις τις κάλτσες σου και να φας όσο θέλεις θα σου έχω ψωμί θα ισορροπούμε για χρόνια σ' αυτό το ποτήρι - όταν μας είδαν γέλασαν και μετά μας ξέχασαν και μετά ανακατέψαμε τις πληγές μας επειδή βαριόμασταν


στα όνειρα μου δε μιλώ. ανοίγω το στόμα και βγαίνουν
μεγάλες και μικρές φουσκάλες γεμάτες γράμματα, λέξεις,
σημεία στίξης, φταρνίσματα, ήχους. θολές μπουρμπουλήθρες
σκάνε στον τοίχο, στις γωνίες των επίπλων, κάποιες κυλούν
στο πάτωμα και σέρνουν μαζί τους τη σκόνη, τα ψίχουλα,
τις στάχτες, τις τρίχες και σπάνε διαλύονται κάπου κοντά
στο παράθυρο σιωπηλά.



στα όνειρα μου δε μιλώ.
κι ούτε φουσκάλες, μπουρμπουλήθρες,
ούτε τραγούδια, ούτε φυσαλίδες, τίποτα.
στα όνειρα μου δε μιλώ. μόνο φοβάμαι και κλαίω.

9.9.06


η αδερφή μου και ο Μιτς
φέρε τους φίλους σου να με ταΐσουν
κι άλλους, γνωστούς να με σαπίσουν στο ξύλο
φέρε τους γονείς σου, που όλο ακούνε για μένα
και ποτέ δε με βλέπουν,
να με γδύσουν και να με δείρουν στον πισινό

αν βρεις τον πατέρα μου, μονάχα αυτός
επιτρέπεται να με χτυπήσει στο κεφάλι
αν δεν τον βρεις, χρησιμοποίησε τον τοίχο,
όχι όμως κάποιο χέρι

μέχρι να μην ακούγομαι
μέχρι να το συνηθίσω

8.9.06

σε κρατάω;
ο πόνος -μου- [που] καίγεται. τα χέρια του φτάνουν μακριά από το κεφάλι του . μπορούν να αγγίζουν και το παράθυρό μου και το δέντρο ψηλά στο λόφο. καίγεται δηλαδή κλαίει. κλαίγεται. λέγεται. κλαίει. καίγεται. τα δάχτυλά του αδύνατα σαν το κορμί μου και ψηλά δυο φορές σαν εμένα. μπορεί να γαργαλήσει και τον σκύλο στην αμμουδιά πίσω στο νησί και το μωρό της αδερφής μου το αγέννητο που δε θα γεννηθεί ποτέ κάπου στην αφρική. αυτό καίει. μόνο καίει. δε λέγεται.

7.9.06


εσύ δεν είσαι
όχι δεν είσαι
εσύ
κοιμήθηκες
-ανάσαινες
σαν άτριχο κουτάβι

δεν είσαι
όχι ποτέ δεν ήσουν
εσύ
γυμνός

στο πλάι σου
στεκόμουν
και πόζαρες σαν σε φωτογραφία

επ! πρόσεχε! θα πέσεις! θα πέσεις! δώσε μου το χέρι σου. . . μου το έδωσες; σε κρατάω; σε κρατάω; δεν σ' ακούω. . . μην πέσεις, σε κρατάω; ...νομίζω σε κρατάω. που πηγαίνουμε; ε; πού με πηγαίνεις; θα έχει σκάλες; - πες μου! θα έχει; θα χορέψουμε; θα έχει κρασί; μα πού με πηγαίνεις... α! θα έχει -σε κρατάω;- τσουλήθρες; χε. . σίγουρα θα έχει! τι ωραία! πρόσεχε μην πέσεις ...και...για να σκεφτώ... θα έχει πολλά πολλά αμέτρητα σεντόνια, υφάσματα, παπλώματα, μαξιλάρια, μαλακές κουβέρτες, στρογγυλές κούπες; αχ πες μου θα σκάσω! σε κρατάω άραγε...; Ε; Ε; Ε;

αν υπερβάλλω τώρα, θα υπερβγάλω αργότερα κι αυτό θα τον πληγώσει - αυτό θα τον πληγώσει; αυτό θα σε πληγώσει; ε; Ε; Ε;
ΜΠΟΥ!
η δήμητρα πάντως ήταν ήδη αρκετά χαρούμενη μερικές μέρες νωρίτερα - ας πούμε...προκαταβολικά
[μια μέρα η Στεφανία -μάνα όλων των υποκοριστικών και χαϊδευτικών ονομάτων της παρέας- είδε πως στο κινητό μου την είχα περασμένη με το όνομά της.
Μα Στεφανία;;; Σε παρακαλώ βάλε με όπως αλλιώς θέλεις, όχι όμως και Στεφανία! Προτιμώ να με έχεις πουτάνα παρά Στεφανία!]

ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ 7 ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Ο ΤΥΧΕΡΟΣ ΣΟΥ ΑΡΙΘΜΟΣ!! 7 ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΠΕΡΑΣΕΣ : )
ΑΧ!! ΠΑΩ ΝΑ ΠΙΩ ΕΝΑ ΚΑΦΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Ο,ΤΙ ΠΙΝΩ ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ!!

αποστολέας:
πουτάνα

ελήφθη:
12:30:44

07 09 2006
τόσο ήσυχα είναι εδώ λοιπόν . . .
τόσο . . .
τόσο ήσυχα είναι εδώ . . .

ο μπαμπάς δε χάρηκε καθόλου όταν έμαθε ότι καπνίζω

[να μια απρόσκλητη μνήμη]

5.9.06

4.9.06

για την αδερφή μου

3.9.06

2.9.06

Μου τριβόταν το πρωί κι ενώ άλλοτε έχυνα μόνο που μύριζα
τη βρωμερή του πρωινή ανάσα το μόνο που σκεφτόμουν ήταν
πόσο πολύ θα ήθελα να είχε μια δουλειά και να σηκωνόταν βιαστικός,
πριν ξυπνήσω κι όταν σηκωνόμουν να ήμουν μόνος στο σπίτι,
να τέλειωνα τον χλιαρό καφέ του και να έκανα όλα όσα συνήθιζα να κάνω
πριν μείνουμε μαζί. Να κατουρούσα με ανοιχτή την πόρτα,
να έριχνα στάχτες στο νιπτήρα, να έχεζα χωρίς άγχος,
να έπαιζα το πουλί μου χαζεύοντας πορνοσελίδες στο ιντερνετ,
να μην έπλενα τα δόντια μου μέχρι μετά το μεσημεριανό φαγητό,
να μην πλενόμουν, να μη χτενιζόμουν.
είχα αρχίσει να γίνομαι κακός και το καταλάβαινε.
όχι όμως όταν εγώ νόμιζα πως γινόταν φανερό.

μου έλεγε "όταν κοιμόμαστε γίνεσαι κακός μαζί μου"
μου έλεγε "με κλοτσάς στον ύπνο σου και με σπρώχνεις"
μου έλεγε "κοιμάσαι στην άλλη άκρη του κρεβατιού"
του έλεγα "η ιδέα σου είναι, η ιδέα σου είναι, η ιδέα σου είναι, και πού να ξέρω εγώ τι κάνω την ώρα που κοιμάμαι, δεν το 'ξερα πως πρέπει να ελέγχω κάθε μου κίνηση ακόμα και στον ύπνο μου δεν ήξερα πως πρέπει να σε προσέχω ακόμα και τότε, να πάρουμε μεγαλύτερο κρεβάτι αν σε ενοχλώ λοιπόν, ή να κοιμόμαστε διαφορετικές ώρες!"

πόσο του θύμωνα... τον μάλωνα σα να ήταν κανένα κωλόπαιδο
για το παραμικρό και δεν έλεγε τίποτα. Κι εγώ ήθελα να μου θυμώσει,
να μου ρίξει μια ξανάστροφη και να πλακωθούμε στις μπουνιές
να πάω στη δουλειά με βουλωμένο μάτι.
Ήθελα να παίξουμε χαρτιά να χαζεύουμε τηλεόραση
να σφουγγαρίζω την κουζίνα χωρίς να είναι εκεί - ας καθόταν λίγο
στο σαλόνι - ας πήγαινε μια βόλτα - ήθελα να νιώθω μόνος μαζί του - έστω και σπάνια, αλλά δε συνέβαινε ποτέ.
"Βάλε το πουλί σου μέσα πια. . .Ασε το πουλί μου άσ'το δε θέλω τώρα αμάν ρε συ πια γαμώτο μόνο αυτό έχεις στο μυαλό σου έλεος κάτσε λίγο ρε μωρό μου!"
ήμασταν γυμνοί συνέχεια είχα βαρεθεί να τον βλέπω γυμνό
δεν ένιωθα πια άβολα με τη δική μου γύμνια μου το στέρησε αυτό
δεν νιώθω πια άβολα με το σώμα μου δε μου σηκώνεται με το παραμικρό
ούρλιαζα για τις πιο ασήμαντες μαλακίες του.
Τις ώρες όμως που ήμασταν χώρια και που φορούσα όλα μου τα ρούχα
και που μιλούσα για εκείνον σε άλλους
περιέγραφα με αγάπη όλα όσα με είχαν εξοργίσει το προηγούμενο βράδυ,
το ίδιο πρωί. Είχα έναν άντρα που τον καύλωνα συνέχεια,
τον καύλωνα εύκολα, καύλωνε με το παραμικρό - πόσο πολύτιμο
ήταν αυτό στην αρχή. Κι έκανε υπομονή μαζί μου - επειδή τον καύλωνα;
Δε θέλω να γίνομαι κακός με κανένα
δε θέλω να συναντώ καν τους ανθρώπους που με κάνουν
να νιώθω να γίνομαι να είμαι κακός και ζούσα
με κάποιον που το μόνο που μου προσέφερε - άθελα του - αυτός νόμιζε οτι μου έδινε χιλιάδες πράγματα - ίσως και να το έκανε - εγώ δεν το έβλεπα - ήταν μια δίψα να τον πληγώσω να τον κάνω να το βουλώσει κι όταν το βούλωνε
έφτανα στα άκρα γιατί δεν ανεχόμουν τη σιωπή του
τον έλεγα βλάκα όταν δεν μου απαντούσε και εκείνος με κοίταζε
με ένα πούστικο χαμόγελο και μου 'λεγε "σ'αγαπώ"
ΚΙ ΕΓΩ Σ' ΑΓΑΠΩ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΑΛΛΑ ΞΕΚΟΛΛΑ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΜΟΥ


μήνες μήνες μήνες μήνες μήνες μήνες δεν έλεγε τίποτα. . .
είχε σταματήσει πια να πιάνει το πουλί μου με το καλημέρα,
είχε σταματήσει να μου μιλάει τις ώρες που διάβαζα,
δεν με έπαιρνε στη δουλειά τηλέφωνο,
δεν ερχόταν στο κρεβάτι μαζί μου
ερχόταν αφού με είχε πάρει ο ύπνος και βολευόταν
ανάλογα με τη θέση που είχα πάρει εγώ, ανάλογα με τη στάση μου,
και φορούσε πάντα βρακάκι όταν κοιμόταν
και σηκωνόταν πριν από εμένα,
άφηνε το βρακί του στα πόδια μου στο κρεβάτι κι έμπαινε για ντους
άκουγα τους σωλήνες και άνοιγα τα μάτια μου
δεν τραγουδούσε πια στο ντους για να μη με ξυπνήσει
τον άκουγα να κλείνει τις βρύσες
κι έβγαζα τον κώλο μου έξω από το σεντόνι
κι έπαιρνα δήθεν τυχαία μια προκλητική στάση
μα δεν μου τον έχωνε δεν ξάπλωνε βρεγμένος στην πλάτη μου
γυρνούσα κι έκανα πως χασμουριόμουν και
του χαμογελούσα -πάντα πάντα πάντα του χαμογελούσα -
και μου χαμογελούσε κι εκείνος, στεκόταν γυμνός
και σκούπιζε με την πετσέτα τα μαλλιά του και μου χαμογελούσε,
δεν έλεγε κουβέντα γιατί ήξερε πως δεν αντέχω κουβέντα μέχρι να πιω καφέ,
τα νερά κυλούσαν από το στήθος του στην κοιλιά του κάποιες σταγόνες χώνονταν στον άφαλο του κι έμεναν εκεί
κι άλλες γλιστρούσαν στο πουλί του κι από εκεί έπεφταν στο πάτωμα,
μου έκλεινε το μάτι γιατί νόμιζε πως με πείραζε που έβρεχε το πάτωμα,
κρεμούσε την πετσέτα στο πόμολο της πόρτας,
άνοιγε την ντουλάπα χανόταν πίσω από την πόρτα της
κι όταν τον έβλεπα πάλι
ήταν ντυμένος και δέκα χρόνια μεγαλύτερος
κι εγώ θαύμαζα το ήσυχο πλάσμα που κοιταζόταν στον καθρέφτη
έκρυβα το σηκωμένο μου καυλί και τον θαύμαζα
- είχε βρει μια δουλειά που απαιτούσε να ξεκινάει από το σπίτι
πολύ νωρίτερα απ' ότι εγώ, έμενα μόνος μου για περίπου μία ώρα
από τη στιγμή που έφευγε κι έκλεινε την πόρτα
μέχρι να την ανοίξω πάλι εγώ και να φύγω
κι αυτή η ώρα...
όλες αυτές οι ώρες μαζί...


σηκωνόμουν έπινα τον καφέ που είχε αφήσει μισοτελειωμένο,
έπλενα τα δόντια μου, έκανα μπάνιο, γυρνούσα στο δωμάτιο
κι έπιανα το βρακί του να το βάλω στα άπλυτα
το μύριζα και το έβαζα στα άπλυτα,
ντυνόμουν κι έφευγα για τη δουλειά μισή ώρα νωρίτερα.
αν
εξαφανιστώ
τώρα

θα με θυμάσαι
για πάντα;

δε θέλω να σ' έχω
θέλω μονάχα ένα δόντι σου
το πιο κοφτερό σου δόντι

να κληροδοτήσω μια μέρα

1.9.06

η λέξη: Φλιπ: κρεμμύδι: κάστρο: φλόγα: σπάνιος: νόμισμα: βλαστός: κατάσκοπος

φρόνιμος κατάδικος
έρχομαι
με στόμα
έτοιμο ν' αρπάξει.


έχωσα τα χέρια μου
έρχομαι
για λίγο
φτύσε το καλώδιο

σκόπιμα περπάτησα
μίλησα
ανήκα
πέταξα βιβλία

άπορος, κατήφορος
όχημα,
σπουδαίος,
ψίθυρος, σπουργίτι
το τέλειο πλήθος:


ή



ή



ή


εμείς
το σπίτι μας θα είναι βροχερό και θα 'ναι χτισμένο στα βράχια θα 'ναι φτιαγμένο από σίδερο και θα 'ναι κρυμμένο μακριά δε θα 'χει θέα στο δρόμο δε θα 'χει μεγάλα παράθυρα στο ένα μπαλκόνι θα χέζουν πουλιά και στ' άλλο θα κοιμάσαι στις ζέστες δε θα 'χει κουρτίνες το σπίτι δε θα' χουμε γείτονες θα 'χει μια ταράτσα που θα φοβάμαι να ανέβω κι ένα πλυσταριό στο υπόγειο που θα φοβάσαι να κατέβεις θα έχει τηλεόραση κλιματισμό φούρνο μικροκυμάτων πολυμίξερ θα έχει σουρωτήρια για τις σαλάτες και τα μακαρόνια θα έχει τρίχες στα μαξιλάρια απ' τον γάτο μας τον Φλιπ θα έχει σφραγισμένα γράμματα στην εξώπορτα που δε θα ανοίγουμε μόνο θα αναρωτιόμαστε ποιος μας θυμήθηκε ποιος μας βρήκε και θα ονειρευόμαστε μια μέρα να πάρουμε το σπίτι αυτό στην πόλη και να κάνουμε παιδιά